Μην τάξεις του αγίου κερί, του παιδιού κουλούρι και του ψηφοφόρου λιγότερους φόρους.
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Εντάξει, καλύτερα να σας το διηγείτο ο γίγαντας ο Γκρίνμπεργκ, που την κατέχει από μέσα την αμερικάνικη πολιτική σκηνή (και ιδίως τα προεδρικά τεκταινόμενα!), αλλά είναι απασχολημένος τώρα ο Σταν με τη μάχη των ελληνικών εκλογών, οπότε θα κουτσοβολευτείτε με ρεπόρτερ Ξανθάκη.
Πάμε στο 1988 λοιπόν, έτος προεδρικών εκλογών για τις ΗΠΑ, με Μάικλ Δουκάκη εναντίον Τζωρτζ Μπους του πρεσβυτέρου. Λέει ο ένας, λέει ο άλλος, τρώει λάσπη αβέρτα ο υποψήφιος των Δημοκρατικών (ρωτείστε να σας πουν για τον Γουίλυ Χόρτον), πέφτουν κορμιά, χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, αλλά το βασικό ερώτημα, εκείνο των 64.000 δολλαρίων, παραμένει ένα και μοναδικό:
Τι θα γίνει με τους φόρους;
Διότι στο Αμέρικα, παραδοσιακά οι Δημοκρατικοί (βλέπε Δουκάκης) αυξάνουν τους φόρους για να χρηματοδοτήσουν το κοινωνικό κράτος (my ass, αλλά τέλος πάντων), ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι μειώνουν τους φόρους για να ενισχύσουν την επιχειρηματικότητα.
Χοντρικά τα γράφω, αλλά μιλάμε τώρα για πολιτικές δεκαετιών, που ως εκείνη την εποχή ήτανε γκαραντί.
Οπότε βγαίνει ο Τζωρτζ Μπους ο πρεσβύτερος και λέει φυσικά «μην περιμένετε από εμένα να βάλω καινούριους φόρους, τελεία και παύλα».
Τον πιστεύουν οι ψηφοφόροι, του δίνουν την προεδρία, περνάνε δυο χρονάκια, παίρνει κολωνάκια ο αμερικάνικος προϋπολογισμός, κοιτάνε να τον συμμαζέψουν, κοιτάνε να τον φέρουν βόλτα, κοιτάνε να τον ξεματιάσουν, αδύνατον, ξεχάστε το, αποκλείεται. Τσεβά, που λέμε και στα βλάχικα.
Τον πιστεύουν οι ψηφοφόροι, του δίνουν την προεδρία, περνάνε δυο χρονάκια, παίρνει κολωνάκια ο αμερικάνικος προϋπολογισμός, κοιτάνε να τον συμμαζέψουν, κοιτάνε να τον φέρουν βόλτα, κοιτάνε να τον ξεματιάσουν, αδύνατον, ξεχάστε το, αποκλείεται. Τσεβά, που λέμε και στα βλάχικα.
Σε μια τέτοια περίπτωση, είτε καταφεύγεις σε λογιστικές αλχημείες τύπου Χριστοδουλάκη (νομίζετε ότι σας ξέχασα κύριε Νίκο μου;) και Σκέρτσου (νομίζετε ότι σας λησμόνησα κύριε Άκη μου;), είτε ψάχνεις να βρεις μια λύση για να μην μπατάρει εντελώς το πλοίο.
Και η μία και μοναδική λύση, τότε ακόμη που υπήρχε κράτος στις ΗΠΑ, και δεν τα λύνανε όλα αυξάνοντας το χρέος, ήταν να αυξηθούν οι φόροι.
Να ξεφτιλίσει, δηλαδή, την υπόσχεσή του, ο πρόεδρος, πλέον, Μπους και να υπογράψει φορομπηχτικές πολιτικές (μιλάω Σταϊκουρέικα τώρα!) για να ξαναγεμίσουν τα δημόσια ταμεία.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, στα πολιτισμένα κράτη που δεν τα δείχνουν με το δάχτυλο οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, μαζεύονται οι δημοσιογράφοι και ορμάνε στον πρόεδρο και δεν τον αφήνουν να τη σκαπουλάρει αν δεν λάβουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους.
Όπερ και εγένετο με τον Τζωρτζ Μπους τον πρεσβύτερο, που βγήκε για τζόκινγκ ένα πρωί (βίτσια κι αυτά…) κι έπεσε πάνω στα ντόμπερμαν της ενημέρωσης. Τον ρωτήσαν μια, τον ρωτήσαν δυο, τον ρωτήσαν τρεις και πέντε, τι να κάνει κι αυτός έπρεπε κάτι να πει. Και ξεστόμισε την παρόλα που γράφτηκε στην ιστορία των αμέρικαν πόλιτικς:
«Διαβάστε τα χείλη μου: Κανένας καινούριος φόρος»!
Τι ήταν να το δηλώσει ο δόλιος; Λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Ιούνιο του 1990 συγκεκριμένα, από το γραφείο Τύπου του Λευκού Οίκου ανακοινώθηκε ότι οι φόροι επρόκειτο να αυξηθούν «λίαν συντόμως»…
Για να πατήσει εκεί ο Μπιλ Κλίντον και να τσουρνέψει (τη βοηθεία του Ρος Περό, βεβαίως!) την προεδρία και να βάλει τη δική του σφραγίδα στο τέλος του εικοστού αιώνα. Διότι μην τάξεις του αγίου κερί, του παιδιού κουλούρι και του ψηφοφόρου λιγότερους φόρους. Γιώργο Κατρούγκαλο τον λένε κι όλα τα παιδάκια κλαίνε!
Υ.Γ. 1: Επί του ζητήματος, το πιο ωραίο το είχε πει ο Καναδός πρωθυπουργός Μακένζι Κινγκ, το 1931:
«Οι υποσχέσεις του χτες, είναι οι φόροι του σήμερα».
Υ.Γ. 2: Ο Μάκης Βορίδης, που είναι δεξιός αλλά είναι και ο πιο έξυπνος (μαζί με Ρουσόπουλο) στην παράταξη όλη, τον ξεβράκωσε τον Σκέρτσο, δηλώνοντας ότι δεν είναι δουλειά του Γενικού Λογιστήριου του Κράτους να κοστολογεί τα προγράμματα των κομμάτων. Φωνή βοώντος…
Και η μία και μοναδική λύση, τότε ακόμη που υπήρχε κράτος στις ΗΠΑ, και δεν τα λύνανε όλα αυξάνοντας το χρέος, ήταν να αυξηθούν οι φόροι.
Να ξεφτιλίσει, δηλαδή, την υπόσχεσή του, ο πρόεδρος, πλέον, Μπους και να υπογράψει φορομπηχτικές πολιτικές (μιλάω Σταϊκουρέικα τώρα!) για να ξαναγεμίσουν τα δημόσια ταμεία.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, στα πολιτισμένα κράτη που δεν τα δείχνουν με το δάχτυλο οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, μαζεύονται οι δημοσιογράφοι και ορμάνε στον πρόεδρο και δεν τον αφήνουν να τη σκαπουλάρει αν δεν λάβουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους.
Όπερ και εγένετο με τον Τζωρτζ Μπους τον πρεσβύτερο, που βγήκε για τζόκινγκ ένα πρωί (βίτσια κι αυτά…) κι έπεσε πάνω στα ντόμπερμαν της ενημέρωσης. Τον ρωτήσαν μια, τον ρωτήσαν δυο, τον ρωτήσαν τρεις και πέντε, τι να κάνει κι αυτός έπρεπε κάτι να πει. Και ξεστόμισε την παρόλα που γράφτηκε στην ιστορία των αμέρικαν πόλιτικς:
«Διαβάστε τα χείλη μου: Κανένας καινούριος φόρος»!
Τι ήταν να το δηλώσει ο δόλιος; Λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Ιούνιο του 1990 συγκεκριμένα, από το γραφείο Τύπου του Λευκού Οίκου ανακοινώθηκε ότι οι φόροι επρόκειτο να αυξηθούν «λίαν συντόμως»…
Για να πατήσει εκεί ο Μπιλ Κλίντον και να τσουρνέψει (τη βοηθεία του Ρος Περό, βεβαίως!) την προεδρία και να βάλει τη δική του σφραγίδα στο τέλος του εικοστού αιώνα. Διότι μην τάξεις του αγίου κερί, του παιδιού κουλούρι και του ψηφοφόρου λιγότερους φόρους. Γιώργο Κατρούγκαλο τον λένε κι όλα τα παιδάκια κλαίνε!
Υ.Γ. 1: Επί του ζητήματος, το πιο ωραίο το είχε πει ο Καναδός πρωθυπουργός Μακένζι Κινγκ, το 1931:
«Οι υποσχέσεις του χτες, είναι οι φόροι του σήμερα».
Υ.Γ. 2: Ο Μάκης Βορίδης, που είναι δεξιός αλλά είναι και ο πιο έξυπνος (μαζί με Ρουσόπουλο) στην παράταξη όλη, τον ξεβράκωσε τον Σκέρτσο, δηλώνοντας ότι δεν είναι δουλειά του Γενικού Λογιστήριου του Κράτους να κοστολογεί τα προγράμματα των κομμάτων. Φωνή βοώντος…
** το κείμενο του Χρ.Ξανθάκη ειναι από το Newpost (7.6.2023)