Ανεπιθύμητοι, εισβολείς, παράνομοι, λάθρο-, εγκληματίες, κλέφτες ή υποψήφιοι κλέφτες.
Οι «τίτλοι» απαξίωσης για τους μετανάστες είναι έτοιμοι στα χείλια, ή στα πληκτρολόγια, ενός μέρους της ελληνικής κοινωνίας που μαζί με μια εμμονική ανασφάλεια από την παρουσία των ανεπιθύμητων, διατηρεί και ένα αίσθημα υπεροχής απέναντί τους.
Αλλά αίσθημα υπεροχής γιατί; Οι γονείς, οι παππούδες και οι προπάπποι του σημερινού Έλληνα βίωσαν βασανιστικά την απόρριψη, τον κοινωνικό ρατσισμό και το βάναυσα καλλιεργημένο αίσθημα κατωτερότητας απέναντι σεπροοδευμένους οικονομικά Αμερικανούς, Γερμανούς, Βέλγους κ.ά.
Ας μην πάμε στην ακραία περίπτωση των Ελλήνων μεταναστών στη Νότια Ομάχα και στα αιματηρά γεγονότα του 1909, όταν κόσμος και εφημερίδες αποκαλούσαν τους Έλληνες βρωμιάρηδες, που συγκατοικούσαν πολλοί μαζί, έπαιρναν τις δουλειές από τους Αμερικανούς εργάτες και αποτελούσαν εστίες εγκληματικότητας. Ήταν τόσο το μένος για τους συμπατριώτες μας μετανάστες ώστε οι ελληνική κοινότητα αναγκάστηκε, μετά από συλλαλητήρια των ντόπιων, απειλές και πιέσεις, να εγκαταλείψει μαζικά την περιοχή αναζητώντας καλύτερες μέρες και στοιχειώδη αποδοχή σε άλλες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ας πάμε σε «ηπιότερη» (ηπιότερη;) μορφή περιθωριοποίησης που έχει καταγραφεί και στη λογοτεχνία μας (από τα κορυφαία συγγραφικά έργα το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη», του Θανάση Βαλτινού), στην ποίηση και στη στιχουργική όπου, για παράδειγμα, ο Έλληνας εργάτης της Γερμανίας γίνεται το «νούμερο οχτώ» –όλοι τον ξέρουν με αυτό/ και εκείνος κρατάει μυστικό/ ποιο είναι το όνομά του/, όπως τραγουδάει ο Λάκης Χαλκιάς τους στίχους του Γιώργου Σκούρτη σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου.
Στη Γερμανία η ταπείνωση ήταν συχνά ισοπεδωτική. Θυμάμαι δικηγόρο που δημοσιογραφούσε σε τοπική εφημερίδα, μια πολύ δυνατή πένα, έγραψε πριν από χρόνια ότι σε σούπερ μάρκετ της Χαϊδελβέργης –το είχε δει με τα μάτια του– υπήρχαν τη δεκαετία του ’60 επιγραφές που ανέφεραν «Παρακαλούνται οι Έλληνες να μην κλέβουν». Και εκείνοι το δέχονταν αδιαμαρτύρητα για να επιβιώσουν σε μια χώρα που μαζί με την ανοχή τούς έδειχνε και το δάχτυλό της.
Και δεν είναι μόνο η Γερμανία που κατάπιε την αξιοπρέπεια του Έλληνα μετανάστη. Είναι και η πιο ανοιχτόμυαλη, πιο δεκτική –ή έτσι νομίζουμε– Σουηδία. Μια μικρή εικόνα της οποίας δίνει ο Θοδωρής Καλλιφατίδης, σπουδαίος Έλληνας συγγραφέας –μετανάστης και αυτός– που έγραψε πρώτα στα σουηδικά και ύστερα στα ελληνικά. Και ο οποίος στο υπέροχο «Αγάπη και ξενιτιά» αναφέρει για τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματός του:
«Την είχε δει εκείνη τη ματιά. Στην αστυνομία, στο Γραφείο Μεταναστών, στο μπακάλικο που ψώνιζε. Τον καταργούσε. "Δεν αξίζεις τίποτα. Δε σημαίνεις τίποτα. Είσαι ένα τίποτα, Τι κάνεις εδώ; Σκαρφάλωσε στο δεντράκι σου. Μη βάζει ιδέες στο μυαλουδάκι σου. Δεν είσαι σαν κι εμάς. Δεν θα γίνεις ποτέ. Είσαι ένα κατσίκι από την Ελλάδα"».Θα μπορούσαν να γραφτούν σελίδες, τόμοι, βιβλιοθήκες για τον μετανάστη –Έλληνα ή όποιον... Ελάχιστη –κόκκος άμμου– η αναφορά εδώ. Την οποία κλείνοντας, θυμήθηκα κάτι που είχε γράψει ο Άγγελος Τερζάκης στη «Μενεξεδένια Πολιτεία» του –και ας μην έχει καμία σχέση με τη μετανάστευση. Θέλησα να το μεταφέρω επί λέξει και το αναζήτησα στις πιο κιτρινισμένες σελίδες τής βιβλιοθήκης των παλιών τόμων, εκείνων από τις νεανικές αναγνώσεις. Η σκέψη του κεντρικού ήρωα, του γηραιού και φοβικού Μελέτη Μαλβή, δεν αφορά μετανάστη, αλλά ταιριάζει πολύ με τον ξενιτεμένο γενικά: «Στους καινούργιους τόπους οι άνθρωποι γερνούν γρηγορότερα. Τίποτα δεν σε περιμένει και τίποτα δεν σου απομένει».
Διονύσης Βραϊμάκης / Harddog