Το περίφημο ποίημα «Αν» που απήγγειλε την Κυριακή ο Μητσοτάκης και μια πολύ επίκαιρη παρωδία του
H πρώτη δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη το βράδυ της Κυριακής μετά τη γνωστοποίηση του εκλογικού θριάμβου της Ν.Δ. κατέληξε με ευχαριστίες προς την οικογένειά του και την απαγγελία δύο στίχων από ένα γνωστό ποίημα:
«Δούλεψα πολύ σκληρά για να φτάσω ώς εδώ, προσπαθώντας συνέχεια να γίνομαι καλύτερος και να μαθαίνω από τα λάθη μου. Δεν θα τα είχα καταφέρει, όμως, χωρίς τους συνεργάτες μου, τους οποίους ευχαριστώ από καρδιάς. Oμως το μεγάλο “ευχαριστώ” το οφείλω στην οικογένειά μου, στη Μαρέβα, στη Σοφία, στον Κωνσταντίνο, στη Δάφνη. Με τον τρόπο τους με κράτησαν πάντα προσγειωμένο, ώστε να μπορώ να ακολουθώ όσο μπορώ τους στίχους του ποιητή: Να ονειρεύεσαι μπορείς, χωρίς να γίνεις δούλος των ονείρων. Και κυρίως με τα πλήθη να μιλάς και να κρατάς την αρετή σου».Ξαφνιάζει το γεγονός ότι από τις ευχαριστίες προς την οικογένειά του παραλείπονται οι αδελφές του και ειδικά η Ντόρα, που επιχείρησε και την ειδική εκστρατεία στη Ροδόπη, αλλά πιο μεγάλο ενδιαφέρον έχει η επιλογή του ποιήματος. Οπως επισημάνθηκε εγκαίρως, πρόκειται βέβαια για το «Αν» του Κίπλινγκ. Ηδη σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως η επιλογή. Εμείς παραθέτουμε το ποίημα στο σύνολό του, στη μετάφραση μάλιστα που χρησιμοποίησε ο κ. Μητσοτάκης, για να κριθεί από τους αναγνώστες η πρωθυπουργική έμπνευση.
Για κακή τύχη, όμως, του κ. Μητσοτάκη και του υποβολέα του, υπάρχει μια ξεκαρδιστική παρωδία αυτού του ποιήματος, γραμμένη από τον Κώστα Βάρναλη («Ποιητικά», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1956, σελ. 213-214). Παραθέτουμε και αυτό το στιχούργημα. Αν διαβάσει κανείς παράλληλα τα δύο «Αν», μπορεί εύκολα να καταλήξει ποιο απ’ τα δύο ταιριάζει περισσότερο στον κ. Μητσοτάκη.
ΑΝ
Του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ [μετάφραση: Ν. Καρβούνη]
Αν να κρατάς καλά μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι
τάχουν χαμένα και σ’ εσέ της ταραχής των ρίχνουν την αιτία.
Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς τον ίδιο τον εαυτό σου, όταν ο κόσμος
δεν σε πιστεύει κι αν μπορείς να του σχωρνάς αυτή τη δυσπιστία.
Να περιμένεις αν μπορείς δίχως να χάνεις την υπομονή σου.
Κι αν άλλοι σε συκοφαντούν, να μην καταδεχθείς ποτέ το ψέμα,
κι αν σε μισούν, εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις,
μα να μην κάνεις τον καλό ή τον πολύ σοφό στα λόγια.
Αν να ονειρεύεσαι μπορείς, και να μην είσαι δούλος των ονείρων
αν να στοχάζεσαι μπορείς, δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου,
αν ν’ αντικρίζεις σου βαστά το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια
κι όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς τους δυο τυραννικούς απατεώνες,
αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη,
παραλλαγμένη απ’ τους κακούς, για νάναι για τους άμυαλους παγίδα,
ή συντριμμένα να θωρείς όσα σου έχουν ρουφήξει τη ζωή σου
και πάλι να ξαναρχινάς να χτίζεις μ’ εργαλεία πούναι φθαρμένα.
Αν όσα απόχτησες μπορείς σ’ ένα σωρό μαζί να τα μαζέψεις
και δίχως φόβο, μονομιάς κορόνα ή γράμματα όλα να τα παίξεις
και να τα χάσεις και απ’ αρχής, ατράνταχτος να ξεκινήσεις πάλι
και να μη βγάλεις και μιλιά ποτέ γι’ αυτόν τον ξαφνικό χαμό σου.
Αν νεύρα και καρδιά μπορείς και σπλάχνα και μυαλό και όλα να τα σφίξεις
να σε δουλέψουν ξαναρχής, κι ας είναι από πολύ καιρό σωσμένα
και να κρατιέσαι πάντα ορθός, όταν δε σούχει τίποτε απομείνει
παρά μονάχα η θέληση, κράζοντας σ’ όλα αυτά: «ΒΑΣΤΑΤΕ».
Αν με τα πλήθη να μιλάς μπορείς και να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες να γυρνάς δίχως απ’ τους μικρούς να ξεμακρύνεις.
Αν μήτε φίλοι, μήτ’ εχθροί μπορούνε πια ποτέ να πειράξουν,
όλο τον κόσμο αν αγαπάς, μα και ποτέ πάρα πολύ κανένα.
Αν του θυμού σου τις στιγμές που φαίνεται αδυσώπητη η ψυχή σου,
μπορείς ν’ αφήσεις να διαβούν την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη,
δική σου θάναι τότε η Γη, μ’ όσα και μ’ ό,τι απάνω της κι αν έχει
και κάτι ακόμα πιο πολύ: Ανδρας αληθινός θάσαι παιδί μου.
Του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ [μετάφραση: Ν. Καρβούνη]
Αν να κρατάς καλά μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι
τάχουν χαμένα και σ’ εσέ της ταραχής των ρίχνουν την αιτία.
Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς τον ίδιο τον εαυτό σου, όταν ο κόσμος
δεν σε πιστεύει κι αν μπορείς να του σχωρνάς αυτή τη δυσπιστία.
Να περιμένεις αν μπορείς δίχως να χάνεις την υπομονή σου.
Κι αν άλλοι σε συκοφαντούν, να μην καταδεχθείς ποτέ το ψέμα,
κι αν σε μισούν, εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις,
μα να μην κάνεις τον καλό ή τον πολύ σοφό στα λόγια.
Αν να ονειρεύεσαι μπορείς, και να μην είσαι δούλος των ονείρων
αν να στοχάζεσαι μπορείς, δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου,
αν ν’ αντικρίζεις σου βαστά το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια
κι όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς τους δυο τυραννικούς απατεώνες,
αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη,
παραλλαγμένη απ’ τους κακούς, για νάναι για τους άμυαλους παγίδα,
ή συντριμμένα να θωρείς όσα σου έχουν ρουφήξει τη ζωή σου
και πάλι να ξαναρχινάς να χτίζεις μ’ εργαλεία πούναι φθαρμένα.
Αν όσα απόχτησες μπορείς σ’ ένα σωρό μαζί να τα μαζέψεις
και δίχως φόβο, μονομιάς κορόνα ή γράμματα όλα να τα παίξεις
και να τα χάσεις και απ’ αρχής, ατράνταχτος να ξεκινήσεις πάλι
και να μη βγάλεις και μιλιά ποτέ γι’ αυτόν τον ξαφνικό χαμό σου.
Αν νεύρα και καρδιά μπορείς και σπλάχνα και μυαλό και όλα να τα σφίξεις
να σε δουλέψουν ξαναρχής, κι ας είναι από πολύ καιρό σωσμένα
και να κρατιέσαι πάντα ορθός, όταν δε σούχει τίποτε απομείνει
παρά μονάχα η θέληση, κράζοντας σ’ όλα αυτά: «ΒΑΣΤΑΤΕ».
Αν με τα πλήθη να μιλάς μπορείς και να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες να γυρνάς δίχως απ’ τους μικρούς να ξεμακρύνεις.
Αν μήτε φίλοι, μήτ’ εχθροί μπορούνε πια ποτέ να πειράξουν,
όλο τον κόσμο αν αγαπάς, μα και ποτέ πάρα πολύ κανένα.
Αν του θυμού σου τις στιγμές που φαίνεται αδυσώπητη η ψυχή σου,
μπορείς ν’ αφήσεις να διαβούν την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη,
δική σου θάναι τότε η Γη, μ’ όσα και μ’ ό,τι απάνω της κι αν έχει
και κάτι ακόμα πιο πολύ: Ανδρας αληθινός θάσαι παιδί μου.
Το «ΑΝ» Του ΚΙΠΛΙΝΓΚ
Του Κώστα Βάρναλη (Παρωδία)
Αν ημπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ’ όσα ψέματα σου λεν με πιότερ’ απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.
Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι’ αληθινό — να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά κι εσύ ξαναμολάς καινούριον.
Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το ’χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν’ αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός!» εσύ φωνάζεις «πίσω!»
Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ’ εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν·
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα ’ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλλη που ’χει
κι έξοχος θα ’σαι Κ ύ ρ ι ο ς, αλλ’ Α ν θ ρ ω π ο ς δε θα ’σαι!
Του Κώστα Βάρναλη (Παρωδία)
Αν ημπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ’ όσα ψέματα σου λεν με πιότερ’ απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.
Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι’ αληθινό — να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά κι εσύ ξαναμολάς καινούριον.
Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το ’χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν’ αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός!» εσύ φωνάζεις «πίσω!»
Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ’ εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν·
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα ’ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλλη που ’χει
κι έξοχος θα ’σαι Κ ύ ρ ι ο ς, αλλ’ Α ν θ ρ ω π ο ς δε θα ’σαι!
Δημήτρης Ψαρράς
Εφημερίδα των Συντακτών (28.6.2023)