«Να πιέσουμε την Ευρώπη για να αλλάξει πολιτική στο θέμα του προσφυγικού-μεταναστευτικού». Ωραία πρόταση. Να πιέσουμε λοιπόν. Πώς; Με δηλώσεις, κινητοποιήσεις, διαμαρτυρίες. Εχουν γίνει και θα υπάρξει συνέχεια. Ωστόσο, χωρίς αποτέλεσμα μέχρι τώρα.
Ποιοι να πιέσουν; Οι πολίτες γενικώς; Τους απασχολούν άλλα θέματα, περισσότερο σοβαρά κατά την κρίση τους. Στις εκλογές επιλέγουν δεξιά κόμματα γιατί νομίζουν ότι θα τους προσφέρουν ασφάλεια.
Τα κόμματα της Αριστεράς να πιέσουν; Πιέζουν αλλά η πολιτική τους δεν επιβραβεύεται από τα εκλογικά σώματα. Αντιθέτως η επιρροή τους υποχωρεί και καταγγέλλονται από τους πολιτικούς αντιπάλους τους ότι είναι «εθνική εξαίρεση».
Τα κινήματα αλληλεγγύης να πιέσουν; Κάνουν ό,τι μπορούν κάτω από αντίξοες συνθήκες και αντί για ευγνωμοσύνη εισπράττουν κατηγορίες ότι βάζουν πλάτη στους διακινητές.
Οι κυβερνήσεις να πιέσουν; Μα οι περισσότερες, για να μην πούμε όλες, βολεύονται μια χαρά με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Σκεπάζουν το πρόβλημα, πιστεύοντας ανοήτως ότι σύντομα θα εξομαλυνθούν τα πράγματα. Αδιαφορούν για τις αιτίες που παράγουν το φαινόμενο κυρίως γιατί ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης ανήκει στο πολιτικό προσωπικό που διοικούσε στο παρελθόν και διοικεί σήμερα τις συγκεκριμένες χώρες. Στο όνομα της δημοκρατίας μετέτρεψαν τις χώρες απ’ όπου προέρχονται οι περισσότεροι πρόσφυγες και μετανάστες σε ερείπια. Η λέξη αυτοκριτική έχει εξοριστεί από το λεξιλόγιο των συστημάτων εξουσίας. Δεν θέλουν ν’ αλλάξει η γραμμή στο μεταναστευτικό-προσφυγικό γιατί αν συμβεί αυτό θα υποχρεωθούν να δεχθούν στις περιοχές τους πρόσφυγες και μετανάστες.
Κι αυτό δεν το θέλουν επικαλούμενες διάφορα επιχειρήματα του τύπου «απειλείται η συνοχή των κοινωνιών», «κινδυνεύουμε από την αύξηση της εγκληματικότητας», «θα χαθούν θέσεις εργασίας για τους υπηκόους μας» και άλλα τέτοιου περιεχομένου συνθήματα που τσαλακώνουν το πνεύμα του Διαφωτισμού το οποίο υποτίθεται πως υπηρετούν με θρησκευτική ευλάβεια οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, είτε είναι της Δεξιάς είτε της εξημερωμένης σοσιαλδημοκρατίας.
Οι κυβερνήσεις να πιέσουν; Μα οι περισσότερες, για να μην πούμε όλες, βολεύονται μια χαρά με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Σκεπάζουν το πρόβλημα, πιστεύοντας ανοήτως ότι σύντομα θα εξομαλυνθούν τα πράγματα. Αδιαφορούν για τις αιτίες που παράγουν το φαινόμενο κυρίως γιατί ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης ανήκει στο πολιτικό προσωπικό που διοικούσε στο παρελθόν και διοικεί σήμερα τις συγκεκριμένες χώρες. Στο όνομα της δημοκρατίας μετέτρεψαν τις χώρες απ’ όπου προέρχονται οι περισσότεροι πρόσφυγες και μετανάστες σε ερείπια. Η λέξη αυτοκριτική έχει εξοριστεί από το λεξιλόγιο των συστημάτων εξουσίας. Δεν θέλουν ν’ αλλάξει η γραμμή στο μεταναστευτικό-προσφυγικό γιατί αν συμβεί αυτό θα υποχρεωθούν να δεχθούν στις περιοχές τους πρόσφυγες και μετανάστες.
Κι αυτό δεν το θέλουν επικαλούμενες διάφορα επιχειρήματα του τύπου «απειλείται η συνοχή των κοινωνιών», «κινδυνεύουμε από την αύξηση της εγκληματικότητας», «θα χαθούν θέσεις εργασίας για τους υπηκόους μας» και άλλα τέτοιου περιεχομένου συνθήματα που τσαλακώνουν το πνεύμα του Διαφωτισμού το οποίο υποτίθεται πως υπηρετούν με θρησκευτική ευλάβεια οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, είτε είναι της Δεξιάς είτε της εξημερωμένης σοσιαλδημοκρατίας.
Προβάλλουν επίσης και μια άλλη δικαιολογία που φαντάζει πολύ σοβαρή. Λένε ότι αν δεν αντισταθούμε σθεναρά και με όλα τα μέσα (εν ανάγκη ακόμη και μ’ αυτά που είναι σκληρά και έξω από τον πολιτικό πολιτισμό μας), αν επιτρέψουμε στους μετανάστες και τους πρόσφυγες να έρθουν στην Ευρώπη, θα υπάρξει ισχυρή αντίδραση από τμήματα της κοινωνίας τα οποία στην απελπισία τους θα αναζητήσουν διέξοδο στα κόμματα της άκρας Δεξιάς. Τα σχήματα αυτά καραδοκούν για να διεισδύσουν στα φοβισμένα ακροατήρια. Δηλητηριάζουν τη δημόσια συζήτηση με ρατσισμό, εθνικισμό και μισαλλοδοξία. Υιοθετώντας όμως την ατζέντα της άκρας Δεξιάς νομιμοποιούν την πολιτική παρουσία της. Είναι πια μια κανονικότητα σχεδόν παντού στην Ευρώπη. Αλλού είναι στην εξουσία ως βασικός εταίρος συμμαχικών μοντέλων, αλλού είναι στο κατώφλι της διακυβέρνησης.
Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις των χωρών πρώτης υποδοχής, δηλαδή της Ελλάδας και της Ιταλίας (κυρίαρχη η Δεξιά και στις δύο), δεν έχουν καμία διάθεση να το κάνουν, κι ας λένε καμιά κουβέντα παραπάνω όταν έχουμε τραγικά γεγονότα σαν αυτό στην Πύλο. Ξέρουν πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να συναινέσουν οι άλλες χώρες. Βλέπουν ότι οι συνήθεις ύποπτες κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας δεν έχουν καμιά συνέπεια εφαρμόζοντας ακραίες πολιτικές στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Αντιθέτως διευκολύνονται από την υποτίθεται αυστηρή σε θέματα ανθρωπισμού ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Οπότε γιατί να αντιδράσουν πιο επιθετικά οι κυβερνήσεις των χωρών πρώτης υποδοχής; Δεν έχει νόημα. Χαμένος κόπος. Παίρνουν τα χρήματα από τα ευρωπαϊκά ταμεία για να ενισχύσουν τις δυνάμεις αποτροπής, στήνουν φράχτες και πουλάνε πατριωτισμό στους πολίτες τους, παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο με τις παράνομες και βίαιες επαναπροωθήσεις και η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Εκτός από τις ζωές εκείνων που βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας. Καλύτερα εκεί παρά να λιάζονται στις πλατείες μας.
Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις των χωρών πρώτης υποδοχής, δηλαδή της Ελλάδας και της Ιταλίας (κυρίαρχη η Δεξιά και στις δύο), δεν έχουν καμία διάθεση να το κάνουν, κι ας λένε καμιά κουβέντα παραπάνω όταν έχουμε τραγικά γεγονότα σαν αυτό στην Πύλο. Ξέρουν πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να συναινέσουν οι άλλες χώρες. Βλέπουν ότι οι συνήθεις ύποπτες κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας δεν έχουν καμιά συνέπεια εφαρμόζοντας ακραίες πολιτικές στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Αντιθέτως διευκολύνονται από την υποτίθεται αυστηρή σε θέματα ανθρωπισμού ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Οπότε γιατί να αντιδράσουν πιο επιθετικά οι κυβερνήσεις των χωρών πρώτης υποδοχής; Δεν έχει νόημα. Χαμένος κόπος. Παίρνουν τα χρήματα από τα ευρωπαϊκά ταμεία για να ενισχύσουν τις δυνάμεις αποτροπής, στήνουν φράχτες και πουλάνε πατριωτισμό στους πολίτες τους, παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο με τις παράνομες και βίαιες επαναπροωθήσεις και η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Εκτός από τις ζωές εκείνων που βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας. Καλύτερα εκεί παρά να λιάζονται στις πλατείες μας.
Τάσος Παππάς
Eφημερίδα των Συντακτών (19.6.2023)