Οι δημοσιογράφοι είμαστε νάρκισσοι. Είναι απίθανο να επιλέξεις αυτή τη δουλειά χωρίς να έχεις ελαφρώς υπερτροφικό εγώ, μια παραπανίσια αγωνία για την υπογραφή σου, τη δημόσια εικόνα σου, τις επιβραβεύσεις αναγνωστών, ακροατών, τηλεθεατών. Αλλά, για να ικανοποιηθεί αυτός ο (δημιουργικός, κατ’ αρχήν) ναρκισσισμός, πρέπει να έχεις και το σαράκι της είδησης, τη χαρά της αποκάλυψης και της «εξόρυξης», κατά κανόνα από το «ορυχείο» της εξουσίας, στην κάθε εκδοχή της, και σχεδόν αναγκαστικά σε σύγκρουση μαζί της.
Ωστόσο, από τη στιγμή που για να δουλέψεις εντάσσεσαι σε επιχειρηματικά οργανωμένα ΜΜΕ (αν δεν έχεις την τύχη να δουλεύεις σε ανεξάρτητο μέσο, με οικονομικό τίμημα, βεβαίως), των οποίων οι ιδιοκτήτες έχουν τις δικές τους ιδιαίτερες σχέσεις, διαπλοκές ή αντιθέσεις με το σύστημα εξουσίας και διακυβέρνησης, ο ναρκισσισμός και η «εξορυκτική» ορμή των δημοσιογράφων ακρωτηριάζονται ή εξαγοράζονται. Με χρήμα, αναπαραγωγές non paper και δελτίων Τύπου και με μια εκμαυλιστική εγγύτητα με τα πρόσωπα της εξουσίας, που τελικά τους κάνει και τους ίδιους μέρος της. Αυτό συμπυκνούται συνήθως στο ρητό «το πάθος για το χρήμα σε κάνει….» και βάλτε ό,τι όνομα θέλετε δίπλα.
Αλλά αυτή η συνθήκη είναι αμοιβαία επωφελής για το σύστημα εξουσίας, τους μιντιάρχες και τους νάρκισσους δημοσιογράφους μόνο σε συνθήκες «κανονικότητας». Δηλαδή, όταν το σύστημα διακυβέρνησης, παρά τις εντάσεις του πολιτικού ανταγωνισμού, δεν φαίνεται να απειλείται σοβαρά από κάτι. Η επιχειρηματική ελίτ υποβάλλει, η κυβέρνηση εξαγγέλλει, οι μιντιάρχες στηρίζουν, οι δημοσιογράφοι παπαγαλίζουν (με πολλές τιμητικές εξαιρέσεις, που ωστόσο δεν μακροημερεύουν στην πιάτσα), η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα κάτι ψελλίζουν.
Αυτό το βολικό πλαίσιο, που δουλεύει ακόμη και σε συνθήκες οξείας κρίσης όπως η κρατική χρεοκοπία ή η πανδημία, βασίζεται σε έναν καταλυτικό παράγοντα: τη σιωπή των αμνών. Δηλαδή, στην ανοχή της κοινωνικής πλειονότητας που έπειτα από πολλές διαψεύσεις, έχοντας χάσει την προσδοκία της από την πολιτική, βλέπει, κοιτάζει ή απλώς χαζεύει τις πολιτικές διεργασίες, τις αλχημείες για τη διανομή της πίτας, τις ομιλούσες κεφαλές (και τις αυτάρεσκες γραφίδες) της ναρκισσιστικής δημοσιογραφίας.
Μέχρι που γίνεται κάτι και τα αλλάζει όλα. Μέχρι που η θερμοκρασία στο ρευστό κοινωνικό σώμα ξεπερνάει το flashpoint, το σημείο ανάφλεξης, κι ακολουθεί εκκωφαντική έκρηξη. Και τότε, τα τηλεφωνικά κέντρα των ΜΜΕ κατακλύζονται από οργισμένους αναγνώστες/τηλεθεατές/ακροατές, τα σόσιαλ μίντια πλημμυρίζουν από καταγγελίες, συνθήματα και αυτοσχέδια μανιφέστα.
- από κείμενο του ΚΙΜΠΙ στην ΕφΣυν (ολόκληρο ΕΔΩ) υπό τον τίτλο "Τον ξεσκεπάζουν κι ας πλευριτώσει»