Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Το τέλος του Γούντστοκ (αν αγάπησες ποτέ…)


Ως τα δώδεκά μου, ντίπ τίποτα δεν ήξερα από μουσική. Εντάξει, πιτσιρίκι ήμουνα, όπως όλα τα πιτσιρίκια γούσταρα στρατιωτικά εμβατήρια (είχε πολλά τότε, χούντα γαρ) και Eurovision. Κλαρίνα δεν μ’ αρέσανε ούτε μια νότα και από μπουζούκι κλάσικ ντου γιου λάικ μαμαζέλ δι Γκρις, χαμπάρι δεν έπαιρνα. Επίσης είχα βρει καμιά εικοσαριά δίσκους του Θεοδωράκη κρυμμένους στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου και τον είχα ρωτήσει «αυτά γιατί δεν τα ακούμε μπαμπά», για να με ορκίσει εκείνος ότι δεν θα έλεγα κουβέντα σε κανέναν και για τίποτα. Χούντα, το ‘παμε!
Στα δώδεκά μου, όμως, πήγα απ’ το δεύτερο δημοτικό στο δεύτερο γυμνάσιο Τρικάλων και ανακάλυψα έναν καινούριο κόσμο. Ήρθα σε επαφή με τη ροκιά και έκτοτε δεν χώρισαν ποτέ οι δρόμοι μας. Με πρώτο άκουσμα μια κασέτα ενενηντάρα που είχε γράψει ένας συμμαθητής, στη μία πλευρά τα «Δέκα Χρόνια Κομμάτια» του Σαββόπουλου και στην άλλη το «Strange Days» των Doors.
Την έβαλα να παίξει στο κασετόφωνο και λάλησε ο κούκος, που λένε και στο χωριό μου. Τέτοιο πράγμα, να με ηλεκτρίζει από τα νύχια των ποδιών ως τις τρίχες της κεφαλής μου, δεν το ‘χα ξαναβιώσει. Και προέκυψε το αιώνια πιστός…
Εκείνο, ωστόσο, που άργησε πολύ να μου προκύψει, ήταν η συνάντηση με το ιερό δισκοπότηρο της ροκ κουλτούρας. Το Γούντστοκ δηλαδή, που ούτως ή άλλως να είχα πάει δεν γινόταν, αλλά την ταινία ψόφαγα να τη δω.
Με το δίσκο κάτι κουτσοέγινε, πάλι βρέθηκε κάποιος κολλητός να γράψει κασέτα, αλλά το φιλμ γκαντάμιτ μου διέφευγε επί σειρά ετών. Ώσπου ήρθα στην Αθήνα ως φοιτητής στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα και το χόρτασα μια και δυο και τρεις φορές. Και πήγα και στο δισκάδικο, με δικά μου λεφτά παρακαλώ (βλέπε διαλογή δελτίων στον ΟΠΑΠ!) και αγόρασα το LP, να το βλέπω να το καμαρώνω. Να το χαίρομαι…
Όποιος ή όποια το κράτησε ποτέ στα χέρια του ή στα χέρια της, σίγουρα θυμάται τη φωτογραφία του εξωφύλλου, με το ζευγάρι να αγκαλιάζεται μέσα σε έναν ατελείωτο ανθρωπομάνι. 
Το κορίτσι με τα μαύρα γυαλιά να γέρνει το κεφάλι της στον ώμο ενός αγοριού, τυλιγμένου με μια πολύχρωμη κουβέρτα. Αγάπη, Ειρήνη, Αρμονία τα ιδανικά του χιπαριού, σε ένα και μοναδικό ενσταντανέ.



Σε μια στιγμή που όλα ήταν δυνατά και η ελπίδα για έναν καινούριο κόσμο δεν είχε ακόμη σβήσει. Στην αγκαλιά ενός κοριτσιού κι ενός αγοριού…
Αυτό το κορίτσι, η Μπόμπι Έρκολαϊν, δεν είναι πια μαζί μας εδώ και μερικές ημέρες. Αποχαιρέτησε τα εγκόσμια σε ηλικία 73 ετών, από λευχαιμία. Είχε προλάβει να παντρευτεί το αγόρι της φωτογραφίας, τον Νικ Έρκολαϊν και να περάσει μαζί του 52 συναπτά έτη. Εκείνη έγινε νοσοκόμα, εκείνος έγινε ξυλουργός, απέκτησαν δυο παιδιά και τέσσερα εγγόνια. Και όλα μα όλα αυτά τα χρόνια που ζήσανε μαζί, αυτόν τον μισό αιώνα, κάθε πρωί μόλις ξυπνάγανε και κάθε βράδυ πριν τον ύπνο ανταλλάσσανε ένα φιλί και κρατιότανε ένα λεπτό αγκαλιά. Για το Γούντστοκ, για τα νιάτα, για τα φάση, για ένα γαμώτο μοναχά, για ένα γαμώτο…

Υ.Γ.: Τόσο η Μπόμπι όσο κι ο Νικ ήταν παιδιά του κατηχητικού, δεν ήταν τίποτα χασισοπότες και ρέμπελοι. Και το μεγαλύτερο άγχος της εκλιπούσης όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ με τη φωτογραφία της στο εξώφυλλο; Πως θα εξηγούσε στη μάνα της ότι είχε πάει συναυλία αντί να πάει εκκλησία!

Χρήστος Ξανθάκης