Μιλάω με τη φίλη μου την Τζένη (ας την πούμε Τζένη) στο μέσεντζε. Η Τζένη είναι εργαζόμενο κορίτσι και μένει Άρτα, σε ένα σπίτι απ’ αυτά τα παλιά τα όμορφα, με πορτοκαλιές στον κήπο.Λέμε τις μπούρδες μας, λέμε τα πολιτικά μας, λέμε για την Πανάθα (Πανάθα, γαμώ την τρέλα μου!), φτάνει κάποια στιγμή η κουβέντα στην τηλεόραση, μου λέει η Τζένη, «ρε Χρήστο καλή εκπομπή αυτή που κάνουν ο Σεργουλόπουλος και η Μελιτά στην ΕΡΤ».
«Γιατί να μην είναι καλή», της απαντάω, «τα παιδιά έχουν ταλέντο».
«Αυτό λέω κι εγώ», μου γυρνάει η Τζένη, για να συμπληρώσει με κάποια πίκρα:
«Αλλά ρε φίλε, κάποιος πρέπει να τους πει ότι Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα. Υπάρχουμε κι εμείς εδώ πέρα…»
Την διάβασα προσεκτικά, την διάβασα πολύ προσεκτικά. Και θυμήθηκα κι άλλες φορές που την είχε πάρει το παράπονο γιατί μια ξαφνική χαλαζόπτωση των πέντε λεπτών στο Παγκράτι γίνεται πρώτο θέμα στα δελτία και στις ιστοσελίδες, ενώ άμα πνίγεται η Άρτα χου γκιβς ε φακ που λένε και στο Στάνφορντ. Στο Χάρβαρντ λένε χου γκιβς ε σιτ, αλλά να μη σας κουράζω τώρα με τα αμερικάνικα.
Σημασία έχει ότι η ελληνική επαρχία (έτσι και ξανακούσω κάνα χάπατο να μου λέει «όχι επαρχία παρακαλώ, περιφέρεια», θα του φάω τη ρέντζα!), είναι στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Ή μάλλον στο άγνωστο σκέτο. Ή ελπίδα έχει κλατάρει στην εθνική οδό…
Εν τω μεταξύ, πάνω που τα σκεφτόμουνα αυτά και είχα ανοίξει και το διάλογο με τη Τζένη, διάβαζα και το έξοχο μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή «Περιπέτεια στο Άγιο Όρος» (εκδόσεις «Άγρα») κι έπεσε το μάτι μου στο εξής καταπληκτικό από την εισαγωγή του Ανδρέα Αποστολίδη:
«Το “Μια περιπέτεια στο Άγιο Όρος” ολοκληρώνεται στις 24 Ιουνίου του ’56. Πρωτοσέλιδο: “Η Ακρόπολις αρχίζει επαναστατικήν σταυροφορίαν προς σωτηρίαν της επαρχίας –μια ειλικρινής έρευνα που αποκαλύπτει τις πληγές που θανατώνουν την ύπαιθρο».
Μιλάμε τώρα για κανονικό σοκ, όχι αστεία. Σχεδόν εβδομήντα χρόνια πίσω γινόταν λόγος για «θάνατο» της υπαίθρου και όχι από τους κομμουνιστάς και τις παραφυάδες τους, αλλά από μια απολύτως καθεστωτική εφημερίδα όπως η “Ακρόπολις”.
Για να σκεφτεί κανείς τι μεσολάβησε από τότε και πόσες ακόμη σφαλιάρες έφαγε απ’ τα φίφτις η επαρχία, με την αφαίμαξη πόρων και ανθρώπων. Όλα για το καταραμένο κράτος των Αθηνών, αυτή τη στείρα οντότητα που γεννάει μόνο σπασμένα όνειρα και μπαλκονάκια με θέα στον ακάλυπτο. Γι’ αυτό το αδειανό πουκάμισο της αστικοποίησης και της αντιπαροχής, που μας έκανε όλους και όλες να κουτουλάμε σε τέσσερις τοίχους…
Και έπεται συνέχεια φυσικά, μιας και τη συντριπτική πλειοψηφία του Ταμείου Ανάπτυξης θα την πάρουν (θα την ενθυλακώσουν, καταπώς θα έλεγε κι ο Γιώργαρος ο Κουρής) μερικές δεκάδες εταιρείες με πεντιγκρί και οι μικρομεσαίοι δεν θα λάβουν ούτε καν ψίχουλα.
Και στην επαρχία, ξέρετε, τέτοιους μικρομεσαίους έχει, εταιρείες με πέντε, δέκα, είκοσι εργαζόμενους και εργαζόμενες που προσπαθούν να πάνε κόντρα στα σημεία των καιρών. Δεν έχει κατασκευαστικούς κολοσσούς και ενεργειακούς γίγαντες και τραπεζικούς ουρανοξύστες, μεροδούλι μεροφάι έχει, ρίξε και για μας μια ζαριά καλή να ξελασπώσουμε.
Αλλά είναι παρατημένο το στόρι τόσες και τόσες δεκαετίες, τώρα θα σκεφτούν οι κάθε λογής ανευθυνοϋπεύθνοι τι ζόρια και τι κουπί τραβάει ο κόσμος έξω απ’ το γαμημένο το Λεκανοπέδιο;
Χρήστος Ξανθάκης