Βασική αρχή της ενημέρωσης: λογοκρισία μηδέν. Ο καθένας δικαιούται να γράφει και να λέει ό,τι νομίζει. Ο δημοσιογράφος δεν απολογείται σε κανέναν, εκτός από τη συνείδησή του και τον διευθυντή του - για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περίπτωση.
Ασφαλώς και στη Δικαιοσύνη, αν συντρέχουν λόγοι προσφυγής στον νόμο.
Αν αυτά είναι αυτονόητα για όλους, δεν είναι για τον Άδωνι Γεωργιάδη. Παρεμβαίνοντας, ως μη όφειλε, στη συζήτηση των ημερών για την ποιότητα της τηλεοπτικής ενημέρωσης, για την τραγωδία των Τεμπών, ονομάτισε τέσσερα πρόσωπα της τηλεόρασης.
Για να τους υπερασπιστεί υποτίθεται. Αλλά στην ουσία τούς έκαψε. Αν σε υπερασπίζεται ο Άδωνις κάτι κακό έχεις κάνει. Αν σε αγκαλιάζει είναι σαν να σε πνίγει…
Σε κάθε περίπτωση ο Πορτοσάλτε, ο Χιώτης, ο Πρετεντέρης και η Παναγοπούλου -τους οποίους έθεσε υπό την προστασία του ονομαστικά ο υπουργός του Μητσοτάκη- κρίνονται από το κοινό τους.
Όποιος δεν γουστάρει αυτά που λένε, αλλάζει κανάλι. Σε όποιον δεν αρέσουν όσα γράφει μια εφημερίδα, δεν την αγοράζει.
Αλλά η παρέμβαση Γεωργιάδη δεν ήταν και τόσο αυθόρμητη. Ο στόχος του ήταν η Ράνια Τζίμα.
Όχι γιατί τη βρίσκει… φιλοσυριζαία, λες και του πέφτει λόγος. Ούτε γιατί η σταθερή ανωτερότητα της παρουσίας της μειώνει τους κατά καιρούς συνομιλητές της στον αέρα του Mega,ή σε άλλα κανάλια. Υπάρχει προηγούμενο, μεταξύ τους.
Αν τρέξουμε ανάποδα τον χρόνο στις 22 Νοεμβρίου του 2020, όταν όλα στη χώρα στέναζαν κάτω από τη φιλομητσοτακική μιντιακή κυριαρχία, η παρουσιάστρια τον έστειλε άκλαφτο, όταν πήγε να της πουλήσει τσαμπουκά.
Καλεσμένος στο Δελτίο ειδήσεων της καταλόγισε… «επίθεση σε βάρος του», για κάτι που είπε γι’ αυτόν σε κάποιο από τα θέματα της ημέρας.
Η Τζίμα δεν μάσησε. Παρουσίασε ξανά όσα είχε αναφέρει και τον έκανε χαλκομανία με ύφος που δεν σήκωνε αντίλογο:
«Από πότε η δημοσιογραφία και η καταγραφή των γεγονότων είναι επίθεση, κύριε Γεωργιάδη;».
Ξαφνιασμένος ο φουριόζος περφόρμερ -του Καρατζαφέρη και του ΛΑΟΣ παλαιοτέρα και του Νεομητσοτακισμού σήμερα- κατάπιε τη γλώσσα του
Δεν είναι ο τύπος που του αρέσουν οι τάπες. Ωστόσο, εκείνο το βράδυ κατάλαβε ότι μπορεί να έχει τον τρόπο του να επιβάλλεται στα κανάλια, αλλά δεν μπορεί να το κάνει, απαραιτήτως και στους δημοσιογράφους τους.
Με εκείνη τη συνομιλία η Ράνια Τζίμα καθιερώθηκε ως ένα από τα πιο φωτεινά πρόσωπα της ελληνικής τηλεόρασης στον ειδησεογραφικό τομέα. Δεν είναι και πολλά.
Σε ένα σύστημα ενημέρωσης που δουλεύει με non papers ή «σκονάκια» από τον συνομιλητή των παραγωγών του, και στέλνει τις ερωτήσεις για έγκριση προτού τις υποβάλει στον προσκεκλημένο πολιτικό, αν είναι κυβερνητικός, η διαύγεια της συγκεκριμένης παρουσιάστριας ξεχωρίζει σταθερά.
Αν μη τι άλλο, δείχνει ότι για το ενημερωτικό χάλι στη χώρα δεν ευθύνεται απαραιτήτως η διαπλοκή και η ιδιοκτησία των ΜΜΕ. Βρίσκουν και τα κάνουν.
Ακόμη και στην εποχή των μονοθεματικών και μονομερών δελτίων, που στήνονται για να κάνουν υποδείξεις στην κοινωνία και όχι για να την ενημερώσουν, όποιος έχει κότσια μπορεί να διατηρήσει την αξιοπρέπεια της παρουσίας του και να κάνει με αρτιότητα τη δουλειά του.
Η «Ράνια τουMega» αναδεικνύεται σε σύμβολο στη σημερινή τηλεόραση. Όχι γιατί μόνο γιατί διαφέρει ο τρόπος, ο ύφος και το ήθος της, στο επαγγελματικό της στερέωμα.
Πρωτίστως γιατί έχει το σθένος να δείξει, ζωντανά και κατά πρόσωπο, στους συνομιλητές της -πολιτικούς και άλλους- ότι η δημοσιογραφία δεν είναι δραστηριότητα βοηθητική για τον Μητσοτάκη και τους υπουργούς του.
Όποιον και αν υποστηρίζει ως μιντιάρχης ο Μαρινάκης, μάλλον χαμογελάει όταν τη βλέπει να κόβει τον βήχα σε κάποιους…
Γιώργος Λακόπουλος / ieidiseis