Γράφει ο Τάσος Παππάς
Αιφνιδιάστηκαν στην κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία με τις απόψεις της Ντόρας Μπακογιάννη για τα ελληνοτουρκικά. Αυτά τα περί συνεκμετάλλευσης που είπε, προσθέτοντας ότι δεν είναι ταμπού για την ίδια καθώς και η θέση της ότι δεν πρέπει στην παρούσα φάση να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στην Κρήτη, θορύβησαν το μέγαρο Μαξίμου και ενόχλησαν πολλούς, κυρίως την ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματος και τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά.
Επρεπε να αιφνιδιαστούν; Οχι. Δεν τις καταθέτει στη δημόσια συζήτηση πρώτη φορά η κ. Μπακογιάννη. Το έχει ξανακάνει στο παρελθόν και με τη συγκεκριμένη λογική πορεύτηκε την περίοδο που ήταν υπουργός Εξωτερικών. Για πολλούς και διάφορους λόγους η γραμμή της ηττήθηκε. Αυτή όμως δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Μήπως δεν ήταν τώρα ο κατάλληλος χρόνος να παρέμβει; Για τους οπαδούς της σχολής της ακινησίας, που κραδαίνουν τη μεζούρα του πατριωτισμού και παίρνουν τα μέτρα όσων τολμούν να διατυπώσουν διαφορετική άποψη από την κυρίαρχη, ποτέ δεν θα υπάρξει κατάλληλος χρόνος για ουσιαστικές συζητήσεις με την Τουρκία. Κατά τη γνώμη τους όλες οι στιγμές είναι κρίσιμες, καμία συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή για εποικοδομητικό διάλογο και όποιος παραβιάζει τον σιδερένιο κανόνα και διακινεί αιρετικές ιδέες είναι το λιγότερο ύποπτος για φιλοτουρκισμό.
Είναι αδιάφορο ότι μέχρι τώρα η πολιτική που έχουν εφαρμόσει σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις δεν έχει αποφέρει κάτι σημαντικό για την Ελλάδα. Αυτό που έχει σημασία για κείνους που χαράσσουν την εθνική στρατηγική είναι να μην κατηγορηθούν ότι ερωτοτροπούν με τον ενδοτισμό. Ποια όμως είναι η θέση του πρωθυπουργού; Συμφωνεί ή διαφωνεί με την κ. Μπακογιάννη; Ο πολίτης Κυριάκος Μητσοτάκης συμφωνεί.
Ο πρωθυπουργός όμως Κυριάκος Μητσοτάκης είναι υποχρεωμένος να διαφωνήσει. Γιατί; Διοικεί ένα κόμμα όπου η ακροδεξιά πτέρυγα έχει υπολογίσιμο εκτόπισμα, δίνει τον τόνο σε πολλά ζητήματα, της οφείλει την εκλογή του στη θέση του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, έχει δώσει σε εκπροσώπους της νευραλγικά πόστα στην κυβέρνηση του, υιοθέτησε για ψηφοθηρικούς λόγους τις εξαλλοσύνες της στο θέμα της συμφωνίας των Πρεσπών την οποία κάτω από άλλες συνθήκες θα υπέγραφε με χέρια και με πόδια (δεν άκουσε τις συμβουλές της κ. Μπακογιάννη και του Ν. Δένδια) και επιπλέον δεν μπορεί να αγνοήσει τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος πιστεύει και το έχει διακηρύξει πολλές φορές ότι διάλογο με πειρατές δεν μπορούμε να κάνουμε, απειλώντας μάλιστα ότι θα αντιδράσει δυναμικά στην περίπτωση που ο κ. Μητσοτάκης μπει στον πειρασμό να εξετάσει εναλλακτικές λύσεις.
Με λίγα λόγια ο πρωθυπουργός είναι αιχμάλωτος και δεν έχει καμιά διάθεση να απελευθερωθεί. Γι’ αυτόν προέχει η πάση θυσία παραμονή του στο τιμόνι του κόμματος και της χώρας. Για να το πετύχει θα κάνει τα πάντα. Και εκπτώσεις και ταπεινωτικούς συμβιβασμούς. Ο οπορτουνισμός του δεν έχει όρια. Αλλά ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση εισφέρει κάτι καινοτόμο. Ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος με αφορμή τις απόψεις της κ. Μπακογιάννη δήλωσε ότι το κόμμα του είναι υπέρ του διαλόγου με την Τουρκία «αλλά με δική μας ατζέντα, ούτε την τουρκική ούτε τρίτων».
Δηλαδή λέμε ναι στον διάλογο (δεν θα μπορούσαμε να πούμε κάτι άλλο), ωστόσο εμείς πρέπει να καθορίσουμε το πλαίσιο της συζήτησης. Μαξιμαλισμός εκ του ασφαλούς. Κι αν η άλλη πλευρά επιμείνει ότι δεν είναι μόνο τα δύο θέματα που χωρίζουν τις δύο χώρες (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ υποστηρίζουμε εμείς), αλλά περισσότερα τι γίνεται; Τίποτα απολύτως. Εμείς στις κόκκινες γραμμές μας και αυτοί στις κόκκινες γραμμές τους. Μονόλογοι διαρκείας. Με τη διαφορά ότι ο δικός μας μονόλογος δεν έχει αλλάξει στην πορεία του χρόνου, ενώ ο μονόλογος των Τούρκων εμπλουτίζεται συνεχώς με νέα ζητήματα.
** το κείμενο του Τ. Παππά είναι από την ΕφΣυν