Από πρώτη ματιά οι πολιτικές διαδρομές του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Κώστα Καραμανλή φαίνεται να μοιάζουν. Γιατί μπορεί ο ένας να κληρονόμησε το πολιτικό κεφάλαιο ενός κοινοβουλευτικού της Δεξιάς και ο άλλος του Κέντρου, αλλά αυτοί οι πολιτικοί πρόγονοι συνέκλιναν μετά την αποστασία του 1965, ήρθαν σε συνεννόηση και συνεργάστηκαν στο Παρίσι την περίοδο της δικτατορίας και τελικά βρέθηκαν τα χρόνια της Μεταπολίτευσης στο ίδιο κόμμα, το οποίο ίδρυσε ο πρώτος και ύστερα από λίγα χρόνια αναδείχθηκε αρχηγός του ο δεύτερος.
Το παράδοξο με την περίπτωση των επιγόνων είναι ότι ο σημερινός αρχηγός της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης έχει βρεθεί να υποστηρίζει πιο δεξιές θέσεις από τον Κώστα Καραμανλή, ενώ δεν διστάζει να συγκυβερνά με τα ηγετικά στελέχη του ακροδεξιού ΛΑΟΣ. Ο ιδρυτής του ΛΑΟΣ Καρατζαφέρης, τον οποίο απέβαλε από τη Ν.Δ. ο Κώστας Καραμανλής εφαρμόζοντας τη θεωρία του «μεσαίου χώρου», έχει πλέον αναδειχτεί στον πιο ένθερμο υποστηρικτή του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ας μη βιαστεί κανείς να πει ότι η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής συγκυρίας που οδήγησε τον σημερινό πρωθυπουργό να συμβιβαστεί με την Ακροδεξιά για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Ηδη από το ξεκίνημά τους οι δύο πολιτικοί της Ν.Δ. αναζητούσαν διαφορετικούς δρόμους για τη συνέχεια. Εξηγούμαι.
Και οι δυο τους έχουν εκδώσει στα ελληνικά από ένα μόνο βιβλίο. Πρόκειται για φοιτητικές εργασίες σε δύο αμερικανικά πανεπιστήμια και η ελληνική έκδοσή τους αποτελεί μετάφραση του αρχικού κειμένου. Η εργασία του Κώστα Καραμανλή εκδόθηκε στα ελληνικά το 1986 («Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι εξωτερικές μας σχέσεις, 1928-1932») και ήταν διδακτορική διατριβή που είχε εγκριθεί από το Tufts University τον Μάιο του 1984. Η εργασία του Κυριάκου Μητσοτάκη εκδόθηκε μεταφρασμένη το 2006 («Οι συμπληγάδες της εξωτερικής πολιτικής. Εσωτερικές και διεθνείς πιέσεις στις ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για τις βάσεις, 1974-1985»), ενώ είχε παραδοθεί ως απλή πτυχιακή το 1990 στο Harvard.
Γραμμένες προτού ακόμα αναμειχθούν προσωπικά στην πολιτική οι συντάκτες τους, αυτές οι δύ εργασίες κρύβουν μια έκπληξη. Ο γόνος της δεξιάς οικογένειας Καραμανλή αναδεικνύει την προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου και ο γόνος της κεντρογενούς οικογένειας Μητσοτάκη προβάλλει την πιο σκληρή προσκόλληση στους ισχυρούς «προστάτες» της χώρας.
Και να σκεφτεί κανείς ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι δισέγγονος του Κωστή Μητσοτάκη, γενάρχη του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο οποίος είχε παντρευτεί μια από τις αδελφές του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι αυτές οι δύο νεανικές εργασίες προδίδουν τα βαθύτερα πιστεύω των δύο πολιτικών γόνων.
Στην εργασία του ο Κώστας Καραμανλής εμφανίζεται υποστηρικτής των θέσεων του Βενιζέλου, ακόμα και στα «δύσκολα» εθνικά ζητήματα, για τα οποία η παραδοσιακή Δεξιά προχώρησε στο περιβόητο «ανάθεμα» εναντίον του. Πιστός, βέβαια, στην καραμανλική παράδοση, θαυμάζει το γεγονός ότι ο Βενιζέλος διοίκησε τη χώρα με έναν απόλυτα συγκεντρωτικό τρόπο (σ. 18-19), αλλά δεν διστάζει να εξάρει ακόμα και τις πιο αμφιλεγόμενες πολιτικές του πρωτοβουλίες, με κορυφαία τη «σχέση ειρήνης, φιλίας και συνεργασίας με την Τουρκία, παρά το σημαντικό προσωπικό πολιτικό κόστος» (σ. 328).
Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι ο Καραμανλής εξαίρει την απαγκίστρωση του Βενιζέλου από τις μεγάλες δυνάμεις: «Καθώς η Ελλάς είχε εγκαταλείψει τη “Μεγάλη Ιδέα”, δεν είχε κανένα λόγο να ενταχθεί στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο, με την ελπίδα ότι κάποια διεθνής συγκυρία θα της επέτρεπε να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες της. Εξάλλου, η συμπαράταξη με τις Δυνάμεις είχε συχνά οδηγήσει την Ελλάδα σε κατάσταση εξάρτησης. Τώρα, αισθανόταν ότι μπορούσε να έχει καλές σχέσεις με όλους και ταυτόχρονα να διατηρεί την αξιοπρέπειά της» (σ. 58).
Αντίθετα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη δική του εργασία -πέρα από τα χοντροειδή λάθη που έχω επισημάνει σε προηγούμενα κείμενα της «Εφ.Συν.» και στο βιβλίο «Μια καριέρα»- επιμένει να προβάλλει ως πανάκεια της εθνικής πολιτικής την προσκόλληση της Ελλάδας στις επιλογές των ΗΠΑ και αναγνωρίζει ως μοναδική ευκταία «ανεξαρτησία» τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των πολιτών της χώρας.
Φτάνει μάλιστα στο σημείο στο κείμενο του 1990 να παραχαράσσει ακόμα και την Ιδρυτική Διακήρυξη της Ν.Δ., με το παράθεμα «η Ν.Δ. πιστεύει ότι η θέση της Ελλάδας βρίσκεται στον Δυτικό Κόσμο», ενώ το επίσημο κείμενο μιλά για «Ενωμένη Ευρώπη», και βάζει στο στόμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή τη φράση «διατήρηση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, επειδή υπηρετούν ελληνικά εθνικά συμφέροντα», ενώ εκείνος μιλούσε για όσες βάσεις «υπηρετούν συγχρόνως και τα αμυντικά συμφέροντα της Ελλάδος».
Αξίζει τον κόπο να διαβάσει κάποιος σήμερα τα δύο αυτά μοναδικά πονήματα των δύο γόνων. Ισως έτσι κατανοήσει και τις διαφορές τους. Θα διαπιστώσει ότι και οι δύο επιχειρούν να ακολουθήσουν την παράδοση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Αξίζει τον κόπο να διαβάσει κάποιος σήμερα τα δύο αυτά μοναδικά πονήματα των δύο γόνων. Ισως έτσι κατανοήσει και τις διαφορές τους. Θα διαπιστώσει ότι και οι δύο επιχειρούν να ακολουθήσουν την παράδοση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Μόνο που ο Κώστας Καραμανλής έχει πρότυπο τον μεταπολιτευτικό ιδρυτή της Ν.Δ., ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προσκολληθεί στον προδικτατορικό ιδρυτή της ΕΡΕ. Και παρά το γεγονός ότι το δικό του βιβλίο αναφέρεται στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, γίνεται αμέσως φανερό ότι δεν υιοθετεί την ευρωπαϊκή στροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή· παραμένει προσκολλημένος στον ατλαντισμό της δεκαετίας του ’50.
Αυτή η προσκόλληση τον παρασύρει σε παιδαριώδη λάθη (όπως λ.χ. ότι την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1974 δεν την αποφάσισε ο Καραμανλής), αλλά κυρίως εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις σημερινές πολιτικές του εμμονές με τις οποίες έχει οδηγήσει τη χώρα σε μορφές διακυβέρνησης που θυμίζουν εκείνη τη σκοτεινή εποχή.
Δημήτρης Ψαρράς
Δημήτρης Ψαρράς
Εφημερίδα των Συντακτών