Σκίτσο του Maren Amini για την Washington Post |
Στην εποχή της απαξίωσης της ενημέρωσης οι πολίτες αλλά και οι ίδιοι οι... δημοσιογράφοι γυρίζουν την πλάτη στις ειδήσεις. Σε αυτό έχει συντελέσει σε μεγάλο βαθμό η υπερπληροφόρηση- παραπληροφόρηση με ανούσιες και τις περισσότερες φορές κίτρινες ειδησεις που στοχεύουν κυρίως στα «κλικ» του αναγνώστη στο διαδίκτυο.
«Εαν οι δημοσιογράφοι νιώθουμε δηλητηριασμενοι από τα προϊόντα μας μήπως υπάρχει κάτι λάθος με αυτά;» αναρωτιέται η δημοσιογράφος και συγγραφέας Amanda Ripley και με κείμενό της στην Washington Post θέτει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων αναλύοντας το πρόβλημα.
Το κείμενό της έχει ως εξής:
«Έχω ένα μυστικό. Το κράτησα κρυφό για περισσότερο από όσο θα ήθελα να παραδεχτώ.
Μου φαινόταν αντιεπαγγελματικό, αόριστα ντροπιαστικό. Δεν ήταν αυτό που ήθελα να είμαι.
Αλλά θα το αποκαλύψω: Αποφεύγω συνειδητά τις ειδήσεις εδώ και χρόνια.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Είμαι δημοσιογράφος εδώ και δύο δεκαετίες και συνήθιζα να περνώ ώρες καταναλώνοντας ειδήσεις, αποκαλώντας το «δουλειά».
Κάθε πρωί, διάβαζα την Washington Post, τους New York Times και μερικές φορές τη Wall Street Journal.
Στο γραφείο μου στο περιοδικό Time, είχα μια τηλεόραση που έπαιζε CNN σε σίγαση. Άκουγα NPR στο ντους.
Τα Σαββατοκύριακα καταβρόχθιζα το New Yorker. Ένιωθα καθήκον μου να ενημερώνομαι, ως πολίτης και ως δημοσιογράφος — και επίσης, κατά κάποιον τρόπο το λάτρευα!
Συνήθως, με έκανε να νιώθω περισσότερη περιέργεια, όχι λιγότερη.
Αλλά πριν από λίγα χρόνια, κάτι άλλαξε. Τα νέα άρχισαν να με επηρεάζουν. Μετά την πρωινή μου ανάγνωση, ένιωθα τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσα να γράψω — ή να κάνω ο,τιδήποτε δημιουργικό.
Άκουγα τις πρωινές ειδήσεις και ένιωθα ληθαργική, χωρίς κίνητρο και η μέρα μόλις είχε ξεκινήσει.
Ποιο ήταν το πρόβλημά μου; Κάποτε κάλυπτα τρομοκρατικές επιθέσεις, τυφώνες, αεροπορικά δυστυχήματα, κάθε είδους ανθρώπινο πόνο.
Αλλά τώρα; Ήμουν πολύ διαπερατή. Ήταν σαν να είχα αναπτύξει αλλεργία στη γλουτένη, ενώ ήμουν αγρότης που καλλιεργεί σιτηρά!
Έτσι, όπως πολύς κόσμος, άρχισα να δοσομετρώ τις ειδήσεις. Έκοψα τις τηλεοπτικές ειδήσεις εντελώς, γιατί αυτό είναι απλώς κοινή λογική, και περίμενα μέχρι αργά το απόγευμα για να διαβάσω άλλες ειδήσεις.
Σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να τις βγάλω από μέσα μου μέχρι το δείπνο (και το κρασί).
Όμως οι ειδήσεις εισέβαλαν σε κάθε χαραμάδα της ζωής. Δεν μπορούσα να αποφύγω την έκθεση — στα εισερχόμενα email μου, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε sms από φίλους. Προσπάθησα να σκληρύνω.
Έδωσα στον εαυτό μου αυστηρές διαλέξεις:
«Έχω ένα μυστικό. Το κράτησα κρυφό για περισσότερο από όσο θα ήθελα να παραδεχτώ.
Μου φαινόταν αντιεπαγγελματικό, αόριστα ντροπιαστικό. Δεν ήταν αυτό που ήθελα να είμαι.
Αλλά θα το αποκαλύψω: Αποφεύγω συνειδητά τις ειδήσεις εδώ και χρόνια.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Είμαι δημοσιογράφος εδώ και δύο δεκαετίες και συνήθιζα να περνώ ώρες καταναλώνοντας ειδήσεις, αποκαλώντας το «δουλειά».
Κάθε πρωί, διάβαζα την Washington Post, τους New York Times και μερικές φορές τη Wall Street Journal.
Στο γραφείο μου στο περιοδικό Time, είχα μια τηλεόραση που έπαιζε CNN σε σίγαση. Άκουγα NPR στο ντους.
Τα Σαββατοκύριακα καταβρόχθιζα το New Yorker. Ένιωθα καθήκον μου να ενημερώνομαι, ως πολίτης και ως δημοσιογράφος — και επίσης, κατά κάποιον τρόπο το λάτρευα!
Συνήθως, με έκανε να νιώθω περισσότερη περιέργεια, όχι λιγότερη.
Αλλά πριν από λίγα χρόνια, κάτι άλλαξε. Τα νέα άρχισαν να με επηρεάζουν. Μετά την πρωινή μου ανάγνωση, ένιωθα τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσα να γράψω — ή να κάνω ο,τιδήποτε δημιουργικό.
Άκουγα τις πρωινές ειδήσεις και ένιωθα ληθαργική, χωρίς κίνητρο και η μέρα μόλις είχε ξεκινήσει.
Ποιο ήταν το πρόβλημά μου; Κάποτε κάλυπτα τρομοκρατικές επιθέσεις, τυφώνες, αεροπορικά δυστυχήματα, κάθε είδους ανθρώπινο πόνο.
Αλλά τώρα; Ήμουν πολύ διαπερατή. Ήταν σαν να είχα αναπτύξει αλλεργία στη γλουτένη, ενώ ήμουν αγρότης που καλλιεργεί σιτηρά!
Έτσι, όπως πολύς κόσμος, άρχισα να δοσομετρώ τις ειδήσεις. Έκοψα τις τηλεοπτικές ειδήσεις εντελώς, γιατί αυτό είναι απλώς κοινή λογική, και περίμενα μέχρι αργά το απόγευμα για να διαβάσω άλλες ειδήσεις.
Σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να τις βγάλω από μέσα μου μέχρι το δείπνο (και το κρασί).
Όμως οι ειδήσεις εισέβαλαν σε κάθε χαραμάδα της ζωής. Δεν μπορούσα να αποφύγω την έκθεση — στα εισερχόμενα email μου, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε sms από φίλους. Προσπάθησα να σκληρύνω.
Έδωσα στον εαυτό μου αυστηρές διαλέξεις:
«Αυτή είναι η πραγματική ζωή και η πραγματική ζωή είναι καταθλιπτική! Συμβαίνει μια πανδημία, για όνομα του Θεού. Επιπλέον: Ρατσισμός! Επίσης: Κλιματική αλλαγή! Και πληθωρισμός!
Τα πράγματα είναι καταθλιπτικά. Θα έπρεπε να έχεις κατάθλιψη!»
Το πρόβλημα είναι ότι δεν αναλάμβανα δράση. Η απογοήτευση ήταν παραλυτική. Δεν θα διάβαζα ας πούμε για ακόμη έναν πυροβολισμό σε σχολείο και μετά θα έστελνα ένα email στον αντιπρόσωπό μου στο Κογκρέσο.
Όχι, είχα διαβάσει πάρα πολλές ιστορίες για τη δυσλειτουργία του Κογκρέσου για να σκεφτώ ότι θα είχε νόημα κάτι τέτοιο.
Όλες οι ατομικές ενέργειες μου φαίνονταν άσκοπες όταν τελείωνα να διαβάζω τις ειδήσεις. Κυρίως, απλώς έπλεα στην απόγνωση.
Πήγα σε μια ψυχοθεραπεύτρια. Μου είπε (έτοιμοι να το ακούσετε;) να σταματήσω να καταναλώνω ειδήσεις. Αυτό μου φαινόταν λάθος.
Δεν ήταν σημαντικό να ενημερώνεσαι; Η παραίτηση από τις ειδήσεις ήταν σαν να εγκαταλείπεις τον κόσμο.
Τότε μια μέρα μια φίλη δημοσιογράφος μου εκμυστηρεύτηκε ότι απέφευγε και αυτή τις ειδήσεις.
Μετά το άκουσα και από άλλον δημοσιογράφο. Και μετά και άλλον. (Οι περισσότερες ήταν γυναίκες, παρατήρησα, αν και όχι όλες.)
Αυτά τα νέα για το ότι αντιπαθούσαν τις ειδήσεις λέγονταν πάντα ψιθυριστά, ένα βρώμικο μικρό μυστικό.
Μου θύμισε τη σκηνή στο «The Social Dilemma», όταν όλα εκείνα τα στελέχη της τεχνολογίας παραδέχτηκαν ότι δεν άφηναν τα παιδιά τους να χρησιμοποιήσουν τα προϊόντα που είχαν δημιουργήσει.
Τα πράγματα είναι καταθλιπτικά. Θα έπρεπε να έχεις κατάθλιψη!»
Το πρόβλημα είναι ότι δεν αναλάμβανα δράση. Η απογοήτευση ήταν παραλυτική. Δεν θα διάβαζα ας πούμε για ακόμη έναν πυροβολισμό σε σχολείο και μετά θα έστελνα ένα email στον αντιπρόσωπό μου στο Κογκρέσο.
Όχι, είχα διαβάσει πάρα πολλές ιστορίες για τη δυσλειτουργία του Κογκρέσου για να σκεφτώ ότι θα είχε νόημα κάτι τέτοιο.
Όλες οι ατομικές ενέργειες μου φαίνονταν άσκοπες όταν τελείωνα να διαβάζω τις ειδήσεις. Κυρίως, απλώς έπλεα στην απόγνωση.
Πήγα σε μια ψυχοθεραπεύτρια. Μου είπε (έτοιμοι να το ακούσετε;) να σταματήσω να καταναλώνω ειδήσεις. Αυτό μου φαινόταν λάθος.
Δεν ήταν σημαντικό να ενημερώνεσαι; Η παραίτηση από τις ειδήσεις ήταν σαν να εγκαταλείπεις τον κόσμο.
Τότε μια μέρα μια φίλη δημοσιογράφος μου εκμυστηρεύτηκε ότι απέφευγε και αυτή τις ειδήσεις.
Μετά το άκουσα και από άλλον δημοσιογράφο. Και μετά και άλλον. (Οι περισσότερες ήταν γυναίκες, παρατήρησα, αν και όχι όλες.)
Αυτά τα νέα για το ότι αντιπαθούσαν τις ειδήσεις λέγονταν πάντα ψιθυριστά, ένα βρώμικο μικρό μυστικό.
Μου θύμισε τη σκηνή στο «The Social Dilemma», όταν όλα εκείνα τα στελέχη της τεχνολογίας παραδέχτηκαν ότι δεν άφηναν τα παιδιά τους να χρησιμοποιήσουν τα προϊόντα που είχαν δημιουργήσει.
Εαν οι δημοσιογράφοι νιώθουμε δηλητηριασμένοι από τα προϊόντα μας μήπως υπάρχει κάτι λάθος με αυτά;
Και εδώ ερχόμαστε στην καρδιά του προβλήματος: Εάν τόσοι πολλοί από εμάς νιώθουμε δηλητηριασμένοι από τα προϊόντα μας, μήπως υπάρχει κάτι λάθος με αυτά;
Τον περασμένο μήνα, νέα στοιχεία από το Ινστιτούτο Reuters έδειξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αποφυγής ειδήσεων στον κόσμο.
Περίπου 4 στους 10 Αμερικανούς μερικές φορές ή συχνά αποφεύγουν την επαφή με τις ειδήσεις — ποσοστό υψηλότερο από τουλάχιστον 30 άλλες χώρες.
Και εδώ ερχόμαστε στην καρδιά του προβλήματος: Εάν τόσοι πολλοί από εμάς νιώθουμε δηλητηριασμένοι από τα προϊόντα μας, μήπως υπάρχει κάτι λάθος με αυτά;
Τον περασμένο μήνα, νέα στοιχεία από το Ινστιτούτο Reuters έδειξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αποφυγής ειδήσεων στον κόσμο.
Περίπου 4 στους 10 Αμερικανούς μερικές φορές ή συχνά αποφεύγουν την επαφή με τις ειδήσεις — ποσοστό υψηλότερο από τουλάχιστον 30 άλλες χώρες.
- από ρεπορτάζ στην Washington Post