Η δημοσιογραφική παραγωγή είναι ένα προϊόν, μία υπηρεσία που κοστίζει, και ως εκ τούτου κάποιος πρέπει να την πληρώνει. Όταν ο αναγνώστης μετατρέπεται σε τζαμπατζή, τότε η ενημέρωση γίνεται
όμηρος αυτού που πληρώνει, του ιδιοκτήτη και των μεγάλων διαφημιζόμενων. Πώς μπορεί ο τζαμπατζής πολίτης-αναγνώστης να απαιτεί αδέσμευτη δημοσιογραφία, όταν ο ίδιος, ως καταναλωτής του δημοσιογραφικού προϊόντος, θεωρεί δικαίωμά του να έχει δωρεάν πρόσβαση; Δεν αναλογίζεται ότι εάν δεν πληρώνει ο καταναλωτής, το πλαίσιο της ενημέρωσης θα καθοριστεί από άλλους, οι οποίοι έχουν συμφέροντα και δεν ενδιαφέρονται για την αδέσμευτη δημοσιογραφία;Ένα παράδειγμα: σήμερα ένας ιστότοπος μπορεί να ασκεί σκληρή κριτική στην κυβέρνηση. Μπορεί, όμως, να ασκεί σκληρή κριτική στο τραπεζικό σύστημα, όταν οι τράπεζες είναι οι βασικοί διαφημιζόμενοι;
Στην Ελλάδα επικρατεί η «κουλτούρα του τζάμπα» όσον αφορά την ενημέρωση. Η ποιότητα της ενημέρωσης, η αδέσμευτη δημοσιογραφία δεν παρέχεται τζάμπα.
Παλαιότερα, οι πολίτες-αναγνώστες πλήρωναν για να αγοράσουν την εφημερίδα τους. Άρα, οι εφημερίδες ήταν υποχρεωμένες να λαμβάνουν υπόψη τα «θέλω» των αναγνωστών τους, αφού η οικονομική ανεξαρτησία τους εξαρτιόταν από την κυκλοφορία τους, που ήταν η κύρια πηγή των εσόδων τους. Αυτά καταργήθηκαν με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, του ιδιωτικού ραδιοφώνου και των ιστοσελίδων, που όλα εξαρτώνται οικονομικά από τις διαφημίσεις, άρα όχι από τους τηλεθεατές-ακροατές-αναγνώστες.
- απόσπασμα από συνέντευξη του Σταύρου Λυγερού στη lifo.gr