...καθώς η κυρία Μενδώνη ετοιμάζεται για την παρουσία της στην κηδεία του τέως
Γράφει ο Γιάννης Καφάτος
Αγαπητοί παράγοντες του Υπουργείου Πολιτισμού, κυρία Μενδώνη, αν δεν ξέρετε, δείτε ποιον αγνοήσατε, διαβάστε τον μοναδικής δύναμης και αισθητικής επικήδειο του Χάρη Μαυρουδή αποχαιρετώντας τον πατέρα του Νότη Μαυρουδή.
Από το Σάββατο, 7 Ιανουαρίου 2023 που αποχαιρετήσαμε τον Νότη Μαυρουδή, δεν σας κρύβω ότι πέραν του πόνου για τον φίλο μας υπάρχει στο μυαλό μας, εμού και κάποιων φίλων, μια απορία: Γιατί το Υπουργείο Πολιτισμού αγνόησε έναν τόσο σεμνό, γλυκό, σπουδαίο καλλιτέχνη; Μήπως επειδή δεν ήταν ψηφοφόρος τους;
Όσο απλοϊκό κι αν φαίνεται το παραπάνω σχήμα, λαϊκίστικο, ή όπως
αλλιώς θες να το πεις ένα είναι το σίγουρο: Το Υπουργείο Πολιτισμού
αγνόησε έναν μεγάλο Έλληνα, μουσουργό, καλλιτέχνη, διανοούμενο.
Δεν
μπορώ να αποφύγω τη σύγκριση: Το ίδιο Υπουργείο Πολιτισμού που θα
εκπροσωπήσει διά της κυρίας Υπουργού την Ελλάδα στον αποχαιρετισμό του
έκπτωτου, τέως βασιλιά Κωνσταντίνου είναι αυτό που γύρισε την πλάτη του
στην οικογένεια αλλα και τον ίδιο τον Νότη Μαυρουδή.
Ούτε παρουσία, ούτε στεφάνι (έτσι για τα μάτια του κόσμου βρε παιδί μου), ούτε καταβολή κάποιου χρηματικού ποσού όπως είχε ζητήσει η οικογένεια του Νότη για να αγοραστούν μουσικά όργανα για το Χαλάνδρι. Τίποτα.
Ντροπή. Ντροπή σας εκεί στο Υπουργείο. Όχι γιατί θα πάτε στη Μητρόπολη και το Τατόι.
Ντροπή
σας γιατί είχατε την ευκαιρία να δείξετε ότι είστε Υπουργείο όλων των
εκφραστών του ελληνικού Πολιτισμού, κι όχι μόνο των «φίλων» σας.
Ο
Νότης Μαυρουδής είχε άποψη, είχε το σθένος να την εκφράζει και σε όλο
του το βίο πορεύτηκε με βάση τις αρχές του. Με όποιο κόστος είχε αυτό
για τον ίδιο.
Είναι θλιβερή η εικόνα της απουσίας του Υπουργείου
Πολιτισμού από την κηδεία του Νότη Μαυρουδή. Μπορεί να νιώθατε ότι δεν
θα βρείτε ανάμεσα στους φίλους του Νότη μελλοντικούς σας ψηφοφόρους;
Μπορεί κι αυτό να έπαιξε το ρόλο του. Μπορεί όμως και να υπήρχαν πιο
γενναίοι από εσάς και να έψαχναν την εκπροσώπηση της πολιτείας στην
κηδεία ενός τόσο επιφανούς καλλιτέχνη.
Μπορεί η σεμνότητα του Νότη να
μην ταιριάζει στο Υπουργείο. Όμως το Υπουργείο είναι για να υπηρετεί
τον Πολιτισμό και φαίνεται ότι δεν είναι άξιο να το κάνει όταν αγνοεί
έναν τέτοιο καλλιτέχνη.
Αγαπητή κυρία Μενδώνη, αγαπητά στελέχη του Υπουργείου Πολιτισμού, σε περίπτωση που σας διέφυγε ο θάνατος του Νότη Μαυρουδή ήταν πρώτο θέμα σε όλο το διαδίκτυο, στις εφημερίδες, στα δελτία ειδήσεων, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τόση δουλειά είχατε όλοι εκεί και δεν βρέθηκε ένας να πει: Ο Νότης Μαυρουδής πέθανε, ποιος θα μας εκπροσωπήσει;
Η απουσία σας μου δίνει το θάρρος να σας παραθέσω τον επικήδειο λόγο
που ακούσαμε από τα χείλη του Χάρη Μαυρουδή (ηθοποιού, θύματος του
πρόσφατου προεδρικού διατάγματος για να μην ξεχνάμε κι αυτά). Γνωρίστε
τον καλλιτέχνη, τον διανοούμενο, τον σύντροφο, τον πατέρα, τον παππού,
τον φίλο μας Νότη Μαυρουδή μέσα από λόγια το ίδιο σεμνά με τον ίδιο, και
συνάμα τόσο δυνατά όσο το έργο που άφησε πίσω του.
Εμείς όταν τα
ακούσαμε, εκεί στο κοιμητήριο, την ώρα που τα διάβαζε ο Χάρης και η
αδελφή του η Ροδή, και η μητέρα του η Βάσω του κράταγαν το χέρι, νιώσαμε
πολύ περήφανοι.
Και να σας πω κάτι; Ίσως καλύτερα που δεν ήταν
κανείς από το Υπουργείο Πολιτισμού εκεί. Ίσως γιατί στο Υπουργείο
κάποιοι θεωρούν ότι είναι περισσότερο «Υπουργείο σας» και λιγότερο
Πολιτισμού.
Ακολουθεί ένα σπουδαίο κείμενο στη μνήμη του Νότη Μαυρουδή, γραμμένο από τον γιο του, Χάρη Μαυρουδή, τον οποίο ευχαριστώ που μου το εμπιστεύτηκε για να σας το μεταφέρω.
Ο Νότης, ο πατέρας μας, ο σύντροφος, ο φίλος, ο άνθρωπος ο καλλιτέχνης
Πως να μιλήσει κανείς για έναν άνθρωπο τόσο σεμνό μα και σπουδαίο, προσπαθώντας να μην τον αδικήσει αλλά και να μην υπερβεί με τις λέξεις, το νόημα και τη στάση ζωής του…
Ο Νότης γιος προσφύγων του Πόντου. Έζησε σε μια οικογένεια που προσπάθησε να επιβιώσει στα συντρίμμια μιας κοινωνίας που έχασε τα πάντα, μιας εχθρικής κοινωνίας που λοιδόρησε τους πρόσφυγες, που κυνήγησε τους ανθρώπους για την ανθρωπιά τους. Αυτή ήταν και η αιτία που η μάνα του φυλακίστηκε και μαζί της και ο Νότης. Οι πρώτες του μνήμες, τα πρώτα του βήματα, ανάμεσα σε κρατούμενες γυναίκες, στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Και αυτό γιατί η μάνα του, που βίωσε τον διωγμό και την καταστροφή, έκρυψε στο εργαστήρι της άνθρωπο που κυνηγούσαν για τις ιδέες του. Το μόνο που κράτησε αυτούς τους ανθρώπους, ήταν η ΑΓΑΠΗ και η αλληλεγγύη. Αυτές είχανε, αυτές μάθανε και αυτές δώσανε. Ο Νότης έμαθε να αγαπάει. Πρώτα τα μεγαλύτερα αδέρφια του. Την Λουκία, τον Κώστα, την Βάσω. Τους φίλους, τους καταπιεσμένους, τους ανήμπορους, τους ανθρώπους, την οικογένειά του. Η Δικαιοσύνη θα γίνει για τον ίδιο κορυφαία ηθική αξία και στάση ζωής. Για αυτόν τον λόγο οργανώθηκε στην αριστερά, και αναζήτησε με κάθε τρόπο, την αλληλεγγύη, τη διεκδίκηση, την ομορφιά και την αισθητική. Γιατί πίστευε πως η κοινωνία χωρίς αισθητική, ομορφιά και Τέχνη, δεν θα μπορέσει να αγγίξει και να ανακαλύψει τις χορδές εκείνες των ανθρώπων που θα μας κάνουν καλύτερους και άξιους για μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις, χωρίς αδικία, χωρίς πόνο. Τον θυμάμαι να λέει στους μαθητές του πως «για μια αισθητική ζούμε» και ο ίδιος την αναζήτησε και πιστεύω πως την κατέκτησε.
Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα, εγκαταλείποντας την πρώτη αγάπη του την μπάλα και τα «τσικό» του Πανιωνίου, όταν ένας θείος ναυτικός, του έκανε δώρο μια κιθάρα και προκειμένου να πει τα κάλαντα των Χριστουγέννων μπας και βγάλει με τους φίλους του κανά φράγκο άρχισε να την μαθαίνει. Ερωτεύτηκε την κιθάρα η οποία υπήρξε από τότε η μεγάλη του αγάπη. Και είχε την τύχη να πέσει σε σπουδαία χέρια δασκάλων και μεντόρων. Η κιθάρα τον έκανε καλύτερο άνθρωπο. Ανακάλυψε έναν κόσμο με νότες, μελωδίες, με βάθος. Αγάπησε με πάθος την κιθάρα. Κάθε χιλιοστό της. Τις χορδές, το ξύλο της. Και έγινε πραγματικά σπουδαίος. Και επειδή ο πατέρας μας πάντα θέλησε να ενώνει τους ανθρώπους, πιστεύω πως έφερε με το έργο του, τον ‘Έλληνα πιο κοντά στην κλασική μουσική, πιο κοντά στην κλασική κιθάρα. Σε μια περίοδο που οι διαχωρισμοί δεν περιοριζόντουσαν μόνο στον εμφύλιο διχασμό, κατάφερε να ενώσει την κλασική της οντότητα με την λαϊκή της ομορφιά. Και έγραψε τραγούδια, κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο για έναν από τους κορυφαίους «σοβαρούς» σολίστ κάνοντας όμως και κάτι «υποδόριο»: Τα τραγούδια του στηρίχτηκαν στην ποίηση και μάλιστα σπουδαίων ποιητών, όπως έκαναν και άλλοι συνθέτες βεβαίως της εποχής του, φέρνοντας μέσω ενός λαϊκού οργάνου, τους ανθρώπους κοντά στην υψηλή ποίηση άρα και στοχαστικότητα.
Ο πατέρας μας έζησε μια υπέροχη ζωή. Σε αυτό συνετέλεσε εκτός της μουσικής και η γνωριμία με τη μάνα μας τη Βάσω. Τη γνώρισε στη μπουάτ την ημέρα των γενεθλίων της, την ερωτεύτηκε και σχεδόν από τότε, πέρασαν 54 χρόνια μαζί. Η μάνα μας ήταν και ένας ακόμη λόγος για να εγκαταλείψει την χώρα την περίοδο της χούντας και να ζήσουν στην Ιταλία όπου είχε καταφύγει η Βάσω προκειμένου να διαφύγει της σύλληψης. Η σχέση τους καθόρισε πολύ τον πατέρα μας. Είναι σίγουρο πως η παρουσία και η επιρροή της Βάσως, έδωσε το έναυσμα στον Νότη να αναζητήσει ακόμα περισσότερο τη γνώση, την επαφή του με τη γλώσσα, να διευρύνει και να διαμορφώσει ακόμα περισσότερο την πολιτική του σκέψη, να εμπνευστεί και να γίνει ο ευαίσθητος, ευγενικός, ρομαντικός, δοτικός, λόγιος, πνευματικός, πολυσχιδής άνθρωπος και καλλιτέχνης που γνωρίσαμε. Το κυριότερο όμως στο οποίο επέδρασε η μάνα μας, ήταν στο να γίνει ο Νότης Πατέρας. Και τον Ιούνιο του 75 γεννάνε στο Μιλάνο εμένα. Και αποφασίζουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, την μεταπολιτευτική Ελλάδα, ώστε να συμβάλλουν στον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας, στην δημιουργία μιας δίκαιης και προοδευτικής χώρας. Κάτι που στη συνείδηση του πατέρα μας δεν συνέβη ποτέ, τουλάχιστον με τον τρόπο που οραματίστηκε. Το 78 ήρθε και η γέννηση της αγαπημένης μου αδερφής της Ροδής.
Ο Νότης δεν μας έμαθε να τον φωνάζουμε μπαμπά/πατέρα. Και τους δυο μας γονείς τους αποκαλούσαμε με τα μικρά τους ονόματα. Νότη και Βάσω. Ήταν στη λογική μιας «ισότιμης» ελεύθερης κουλτούρας που υπερισχύει η φιλία, ο σεβασμός και όχι οι ρόλοι. Μας εφοδίασε με αγάπη, με εμπιστοσύνη, μας έφερε σε επαφή με κάθε μορφή τέχνης, με τον κινηματογράφο, το θέατρο, τον χορό, τη φωτογραφία, το βιβλίο, μας έδωσε στοργή και ας ήταν δύσκολο για αυτόν ορισμένες φορές να συνδυάσει τον ρόλο του δημιουργού και του διανοούμενου με τον ρόλο του συντρόφου και του πατέρα. Καταπίεσε όμως την επαγγελματική του υπόσταση προκειμένου να μας δώσει την στοργή και την προσοχή του. Μας έμαθε να είμαστε δυνατοί. Να έχουμε Ήθος, να αγαπήσουμε, να ερωτευτούμε, να είμαστε αυτάρκεις, αλλά να μάθουμε και να στηριζόμαστε στους συντρόφους και να στηρίζουμε. Να είμαστε αλληλέγγυοι, να αμφισβητούμε, να αγωνιζόμαστε, να μάθουμε να μην ντρεπόμαστε για τις αδυναμίες και τα λάθη μας αλλά να τα αποδεχόμαστε και να τα αντιμετωπίζουμε, να αναζητούμε τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, να μας νοιάζει το τι συμβαίνει στους άλλους και να μην κοιτάζουμε τη δική μας βολή και προσωπική ευμάρεια. Και όλα αυτά και άλλα τόσα, δεν μας τα είπε ποτέ. Μας τα έδειξε με τη στάση και τα έργα του.
Αγάπησε τη διδασκαλία γιατί αγαπούσε τους νέους και πίστευε στις νέες γενιές. Έγινε μέντορας και ήταν γενναιόδωρος όπως του φέρθηκε και η ζωή. Έκανε φίλους. Πιστούς φίλους που κάποιοι σήμερα είναι εδώ. Δημιούργησε σχέσεις ζωής. Αγάπησε το Χαλάνδρι και ένιωσε να χτίζει εδώ ότι στερήθηκαν οι πρόγονοί του. Το σπίτι και τις ρίζες του. Έγραψε κείμενα, μουσική, κέρδισε βραβεία, διακρίσεις, τιμές εγχώριες και διεθνείς αλλά δεν άλλαξε ποτέ του. Ο πατέρας μας είχε χιούμορ. Και μαύρο χιούμορ. Είναι σίγουρο πως σήμερα θα σχολίαζε με αυτοσαρκασμό τον βίαιο τρόπο που έφυγε. Είναι σίγουρο επίσης πως σήμερα θα ήθελε να μείνουμε όλοι δεμένοι και να προχωρήσουμε μπροστά, κρατώντας τον στη μνήμη μας και τιμώντας τον με τη στάση και τα έργα μας.
Και αυτά είναι τα δώρα του και η κληρονομιά που μας αφήνει. Ο ίδιος ενώ έζησε τα πάντα, δόξα, αγάπη, φιλία, συγκινήσεις, πόνο, θαλπωρή, ταξίδια, γνωριμία, έρωτες, είχε μια ταπεινότητα. Ουσιαστική και όχι προσποιητή. Και ήταν υπέρμετρη τόσο που δεν του άξιζε και που τον δυσκόλεψε. Θα ήθελα να ήταν εδώ μαζί μας για να καταλάβει την αξία του. Το πόσο επέδρασε στους ανθρώπους. Να σταματήσει να ξαφνιάζεται από την αποδοχή και να νιώσει πως η πίκρα του για τον αποκλεισμό που είχε από την μουσική βιομηχανία και από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας δεν γινότανε λόγω του ότι ο ίδιος δεν ήταν ανάμεσα στους ανθρώπους που άφησαν το αποτύπωμά τους, αλλά επειδή ο ίδιος παρέμεινε πιστός σε ότι τον διαμόρφωσε και επειδή αντιτάχθηκε με τις ανάλογες συνέπειες σε ότι δεν τον εξέφραζε και σε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει.
Πατέρα, ήταν δύσκολο ορισμένες φορές για εμένα να πορευτώ στη σκιά σου. Για αυτό δεν προχώρησα με την κιθάρα και πορεύτηκα με το θέατρο. Γιατί ήταν δύσκολο να αναμετρηθώ μαζί σου, με αυτό που οι άλλοι έβλεπαν με δέος, αλλά από την άλλη με επηρέασες καθοριστικά στον τρόπο σκέψης μου και στην αγάπη σου για την Τέχνη και τον Άνθρωπο. Δεν σου το είπα ποτέ γιατί κάποια πράγματα φαινόντουσαν μακάβρια να τα μοιραστώ μαζί σου χωρίς να σε κάνω να νιώσεις τον φόβο του θανάτου, αλλά με καθόρισες και πιστεύω πως έγινα ένας καλός άνθρωπος χάρη σε εσένα τη Βάσω και τη Ροδή. Σε ευχαριστώ γιατί κατάφερες να είσαι δίπλα μου με αγάπη και στοργή, χωρίς όμως να μου ρίξεις βαριά σκιά. Κατάφερες να μου δείξεις διακριτικά τον δρόμο και να με αφήσεις να είμαι αυτόφωτος. Σε ευχαριστώ και μακάρι να ξέρεις πως θα φροντίσω την Βάσω, τη Ροδή, την Αριάδνη, τον Οδυσσέα, τον Ιάσονα και την Έλλη.
Σε αγαπώ."