Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Θα τα γράψω λίγο ανάκατα σήμερα, αγαπητές αναγνώστριες και αγαπητοί αναγνώστες, γιατί είναι σκόρπια η σκέψη μου και τσακισμένα τα αισθήματά μου. Τον μικρό πρίγκιπα σκέφτομαι που πριν δεκατέσσερα χρόνια έφαγε μια σφαίρα και δεν ξανάδε τον ήλιο ποτέ του.
Τον πρίγκιπα του καταυλισμού σκέφτομαι που χτες τα ξημερώματα έφαγε μια σφαίρα και χαροπαλεύει στην εντατική.
Μπαμ και μπουμ οι κουμπουριές, τι στο διάολο συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα;
Δεκάξι χρονών ο Γρηγορόπουλος στην Αθήνα, δεκάξι χρονών και το τσιγγανάκι στη Σαλονίκη.
Ο ένας έβγαλε γλώσσα σε έναν ένστολο εν μέσω Εξαρχείων, ο άλλος έβαλε είκοσι ευρώ πετρέλαιο κι έφυγε χωρίς να πληρώσει.
Τι στο διάολο συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα;
Τι στο διάολο συμβαίνει σ’ αυτή την καταραμένη χώρα;
Ο στίχος των Neville Brothers αντηχεί στ’ αυτιά μου:
Και τώρα μας κάνανε όλους υστερικούς και υπνωτισμένους.
Για να συμπληρώσουν αισιόδοξα:
Τη φωτιά που καίει μέσα, δεν μπορείς να τη σκοτώσεις.
Και καταλήγουν:
Τρέχουμε, νομίζοντας ότι μπορούμε να κρυφτούμε.
Τρέχουμε, νομίζοντας ότι μπορούμε να ξεφύγουμε.
Αλλά αργά ή γρήγορα θα καταλάβουμε
ότι θα έρθουμε μούρη με μούρη με την αλήθεια.
Οπότε εδώ είμαστε, εν μέσω διασταυρούμενων πυρών. Σε μια χώρα που από το Πολυτεχνείο και δώθε ποτέ δεν χώνεψε τους νέους. Τα παιδιά της γαλαρίας που έλεγε κι ο Χατζιδάκις, μιλώντας για εκείνες τις μέρες τις δεκεμβριανές που έγιναν κομμάτια τα ιδανικά της Ελλάδας. Για να χαίρονται τώρα οι μπεσαλήδες…
Όχι, η Ελλάδα δεν αγαπάει τα παιδιά της, δεν τα γουστάρει, ούτε καν να τα βλέπει δεν θέλει. Τέτοια μητριά πατρίδα δεν ξανάγινε, στο διάολο τα στέλνει, στο πυρ το εξώτερο. Στο Βόλο θα πάω να μιλήσω το Σάββατο, για το βιβλίο «Υπερσιβηρικός» του φίλου μου Γιώργου Πιτροπάκη, τι θα πω στο φάντασμα του Βασίλη Μάγγου δεν ξέρω. Αν με ρωτήσει στον ύπνο μου τι στο διάολο συμβαίνει σε αυτή την τρισκατάρατη χώρα, εγώ τι θέλετε να του πω;
Είναι αστείο, ξέρετε, αλλά βγαίνει όλο και περισσότερο από διάφορες πηγές ότι τα προοδευτικά και αριστερά κόμματα της αντιπολίτευσης σαρώνουν στις ηλικίες από 17 ως 44 ετών. Μιλάμε για το πακέτο συνολικά τώρα, μην το πάμε για το κάθε κόμμα ξεχωριστά, για να πουλήσουμε φτηνές εξυπηρετήσεις. Από τα 17 ως τα 24 λοιπόν, η Ελλάδα θέλει να αφήσει πίσω της το σημερινό σκηνικό και να πάει αλλού. Σε ένα χωροχρόνο, ας πούμε, όπου δεν θα μπιστολίζονται και δεν θα ποδοπατιούνται οι πιτσιρικάδες για ψύλλου πήδημα. Έξω στο φως, που έλεγε κι ο άλλος…
Και βέβαια θα τ’ ακούσω, ότι και καλά επιδεικνύω λαγνεία απέναντι στους νέους γιατί είμαι ο θείος που θέλει να κάτσει με τους τηνέητζερς. Λες και μου λείπουν οι παρέες των συνομήλικων μου, λες και μου γυρίσαν την πλάτη οι γάτοι στο σπίτι, λες και δεν πληρώνω συνδρομή στο Netflix. Σόρυ παιδιά, δεν μ’ έπιασε ξαφνικά η κρίση της μέσης ηλικίας και δεν θέλω να ξαναζήσω την εφηβεία μου. Αυτό που θα γούσταρα, ωστόσο, θα ήταν να αντιμετωπίζαμε τους νεαρούς και τις νεαρές με λίγο περισσότερο σεβασμό και άμα έρχεται ποτέ η κακιά η ώρα να μην σπεύδουμε αμέσως στα γκάνια και στα γκλομπ.
Δεν ξέρω αν ζητάω πολλά, αλλά γνωρίζω ότι σε δεκαπέντε, σε είκοσι, σε εικοσιπέντε χρόνια, όταν συντριπτική πλειοψηφία ημών των γηραιοτέρων θα έχει πλέον συναντηθεί με τον Άγιο Πέτρο, αυτά τα παιδιά τα πληγωμένα, τα ταλαιπωρημένα, τα βασανισμένα θα κληθούν να φέρουν βόλτα μια χώρα και να την οδηγήσουν στο μέλλον. Θα τους αφήσουμε κάποιο περιθώριο να το καταφέρουν ή θα τους πετσοκόψουμε από τώρα μια και καλή;
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το Newpost (06.12.2022)