Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

Σχεδόν μισός αιώνας Πολυτεχνείο, σχεδόν μισός αιώνας μνήμης και λήθης…


Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης

Ήμουνα παιδί στην επαρχία, μην παριστάνω τώρα ότι γνωρίζω και θυμάμαι γεγονότα.
Το μόνο που δεν λησμόνησα από τις μέρες του Πολυτεχνείου, ήταν πως είχε επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας και αγανακτήσαμε όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς γιατί δεν μπορούσαμε να βγούμε στις αλάνες για μπάλα.


Και κάτι ακόμη, αμυδρά, σαν ελαφρύ πέρασμα στη φλέβα. Η αγωνία του πατέρα μου, ότι θα βρισκόταν ξανά στη φυλακή, μακριά απ’ την οικογένειά του. Ή έστω χωρίς δουλειά, στο δρόμο, να μην μπορεί να συνεισφέρει ούτε δεκάρα στις ανάγκες της φαμίλιας. Κουβέντα δεν είπε, αλλά μπορούσα να καταλάβω το άγχος του. Όπως καταλαβαίνουν οι νεοσσοί, χωρίς λόγια…
Δεν νομίζω ότι είχε περάσει μια ξένοιαστη μέρα στη χούντα μέσα, ο πατέρας μου. Είχε κάνει Γεντί Κουλέ ως Επονίτης εκεί στα τέλη της δεκαετίας του σαράντα, και από τότε κυκλοφορούσε σταμπαρισμένος. Σπούδασε φιλόλογος, βρήκε δουλειά σε ιδιωτικό σχολείο, κάποτε κατάφερε και να διοριστεί, αλλά ο φόβος τον ακολουθούσε παντού και πάντα. Και με τη χούντα, κοίταζε διαρκώς πίσω απ’ τον ώμο του. Και στη διπλανή μας πόρτα, όπου διέμενε ο χαφιές του μαχαλά…

Διατηρώ ομιχλώδεις αναμνήσεις από μια διήγηση της μητέρας μου, ότι κάποια στιγμή μέσα στην επταετία ήτανε να τον απολύσουν τον πατέρα μου λόγω ρουφιανιάς και πως πήρε η ίδια το λεωφορείο και κατέβηκε Αθήνα και πήγε σ’ έναν ξάδερφο αξιωματικό της αστυνομίας και τον παρακάλεσε να μας σώσει και ο ξάδερφος ξηγήθηκε. Δεν την ξαναρώτησα το πώς και το γιατί, όπως δεν ρώταγα και τον μπαμπά, αρκετά είχε στο κεφάλι του για να μπλέκει και με τις δικές μου τις απορίες. Την αναστάτωσή του, ωστόσο, την ανατριχίλα του για ψύλλου πήδημα, δεν μπορούσα να μην την προσέξω. Ούτε μια μέρα χαλαρή δεν έζησε, σε επτά χρόνια μέσα…

Οπότε, μπορείτε να καταλάβετε την αγανάκτησή μου όταν διαβάζω και ακούω αναλύσεις καθηγητάδων και σοφών για τη χούντα, πως την ξεπλένουν και την ασβεστώνουν. Πάρτε για παράδειγμα κάτι που είχε γράψει ένας εξ αυτών, πραγματικός γίγας της σκέψεως, πριν πέντε έτη:
«Ένα από τα πιο ευαίσθητα ζητήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία και την αποτίμηση της δικτατορίας είναι το θέμα της λαϊκής αποδοχής της. Δεν υπάρχουν ασφαλείς δείκτες για να μετρηθεί, όμως αρκετοί αντικειμενικοί παρατηρητές της εποχής κάνουν λόγο για μια επιφανειακή μεν αλλά πλατιά αποδοχή. Πράγματι, η δικτατορία ταυτίστηκε με μια εποχή μεγάλης οικονομικής ανόδου και αισιοδοξίας, με την κορύφωση ουσιαστικά του μεταπολεμικού ελληνικού οικονομικού θαύματος. Η χώρα αστικοποιήθηκε, η οικοδομική δραστηριότητα γνώρισε δόξες, το οδικό δίκτυο επεκτάθηκε, ο εξηλεκτρισμός της χώρας ολοκληρώθηκε και πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας ξένες επενδύσεις. Παρά τις αυταρχικές πρακτικές του καθεστώτος, πολλές τέχνες άνθησαν και η νεολαία προσέγγισε μαζικά τα δυτικά πρότυπα διασκέδασης, κατανάλωσης και ζωής. Η κοινωνία του 1974 μικρή σχέση είχε με αυτή του 1964».
Αυτό ήταν εν τέλει το διακύβευμα, αγαπητές αναγνώστριες και αγαπητοί αναγνώστες. Τα χίλια, τα εκατό χιλιάδες, τα εκατομμύρια λουλούδια που άνθιζαν στην Ελλάδα του 1964 να μαραθούν και να ψοφήσουν. Να συνεχιστεί με κάθε τρόπο ο ζόφος των δωσίλογων, των ταγματασφαλιτών και των γερμανοτσολιάδων. Με ολίγον σέηκ, με ολίγον τουΐστ, με ολίγον μυστρί, τρώτε χοιρινό δεν παχαίνει και ελληνική αρετή. Και σφαγή, βεβαίως, των αμνών στο Πολυτεχνείο, η οποία σύμφωνα με τους αναθεωρητές της ιστορίας δεν ήταν τίποτε άλλο από μια «αυταρχική πρακτική του καθεστώτος». Μια αδιόρατη κηλίδα, μια τόση δα στιγμούλα, όπως «στιγμιαίες» ανακηρύχθηκαν και οι φρικαλεότητες των χουντικών…

Έχουν περάσει 49 χρόνια από τότε, από τότε που κάποιοι και κάποιες δώσανε τις ζωές τους για να σκύβουμε εμείς λίγο λιγότερο το κεφάλι. Στο χέρι μας είναι να τιμήσουμε όπως πρέπει τη μνήμη τους ή να ρευτούμε τάβλα στον καναπέ. Απλό είναι, βάλε τα παπουτσάκια σου, πάρε το κασκολάκι σου και πάμε στην πορεία!
  • - το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το Νewpost