Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Που τον χάνεις, που τον βρίσκεις τον ρεπόρτερ Ξανθάκη, στην εθνική οδό είναι καβάλα στο τουτού.
Μεγάλωσε γαρ η μαμά, πέρασε τα ογδόντα, κι επειδή αρνείται να κατέβει στην Αθήνα να την έχουν στα πούπουλα τα παιδιά της, τρέχω εγώ στα Τρίκαλα κάθε τρεις και λίγο. Όταν δεν πάει το βουνό στον Μωάμεθ κλπ. κλπ.
Οπότε δρόμο παίρνω δρόμο αφήνω, φτάνω Παρασκευή μεσημέρι στην πατρίδα κι αρχίζω δουλειές και ψώνια. Το ‘παμε, η Κουλίτσα μεγάλωσε, δεν είναι τούρμπο όπως ήταν στα νιάτα της, επομένως χρειάζεται βοήθεια. Από σούπερ μάρκετ ως αλλαγή λαμπτήρων, τρέχει το τέκνο να τα βάλει στη σειρά.
Εντάξει, δεν με χαλάει, έτσι πρέπει να γίνεται κι έτσι γίνεται. Κάνω κι εγώ μερικά δικά μου en passant, όπως για παράδειγμα επίσκεψη στη λαϊκή (παζάρι το λέμε εμείς) για μαρουλάρες Τρικάλων, που είναι το κάτι άλλο, μοναδικές σε λέω, άμα γυρίσω στην Αθήνα χωρίς ζαρζαβάτια δεν μου ανοίγει την πόρτα εκείνη που κοιμάται πλάι μου.
Είμαι στο παζάρι, λοιπόν, φορτώνω το μαρουλικό και βλέπω δίπλα πάγκο με μήλα. Έχει φούτζι τροφαντά ένα ευρώ το κιλό, έχει και κάτι πράσινα πιο σεμνά με μισό. Κοιτάω τον πωλητή, λίγο πιο μικρός από εμένα αλλά ψημένος στον ήλιο και στο αγέρι, δεν είναι φλωράντζα του γραφείου. Πάω, κοζάρω, ζητάω σακούλα, έρχεται μια κυρία απ’ αυτές που λένε του καλού του κόσμου, τον ρωτάει πόσο έχουν τα φούτζι. «Ένα ευρώ», της λέει αυτός, «πανάκριβα» του λέει αυτή, σηκώνεται φεύγει. «Κάνε μου λογαριασμό», του λέω, «ενάμιση ευρώ» μου λέει, με πιάνουν εμένα οι κιμπαριές γιατί έχω αγανακτήσει με την ψωριάρα, του δίνω δύο ευρώ, πάω να φύγω. «Ώπα κάτσε», μου λέει, και μου γεμίζει άλλη μια σακούλα με πράσινα μήλα.
«Πολλά είναι», του λέω.
«Ο ένας με τον άλλο αδερφέ», μου λέει, «ο ένας με τον άλλο. Έτσι πρέπει»!
Ένα το κρατούμενο και λίγο αργότερα κατευθύνομαι προς το σπίτι. Σταματάω στην πλατεία του Παλιού Δεσποτικού για να πάρω τα φύλλα του Σαββάτου, «Εφημερίδα των Συντακτών», «Αυγή», «δημοκρατία» και «Εποχή». Είναι ο τύπος που έχει το μίνι μάρκετ λίγο πιο μεγάλος από εμένα και μιλάει στο κινητό με συνεργειατζή, του λέει ότι έχει γ@μηθεί το υδραυλικό τιμόνι του αμαξιού και δεν στρίβει. Το κλείνει κάποια στιγμή, με κοιτάει, τον κοιτάω, μου λέει:
«Άσε μας κι εσύ κι ο Αρχιεπίσκοπος ρε φίλε»!
«Εγώ να σ’ αφήσω», του απαντάω, «ο Αρχιεπίσκοπος γιατί;»
«Δεν βλέπεις τι γίνεται με την Κιβωτό», μου λέει, «πλακώνονται οι παπάδες για τα λεφτά».
«Μη με μπλέκεις με το παπαδαριό», του λέω, «εγώ σέβομαι μόνο τους πιστούς».
«Κι εγώ το ανάβω το κερί στην Παναγία», μου λέει, «τους άλλους ξέρεις πως τους λέω; Βρυκόλακες»!
Δύο τα κρατούμενα και πάω σπίτι, τρώμε, ξαπλάρω, βγαίνω ύστερα για καφέ με παλιούς συμμαθητές, γυρίζω, χαζολογάμε με τη μαμά, ύπνος βαθύς κατόπιν, ξυπνάω το πρωί της Κυριακής, ετοιμάζομαι σιγά σιγά, σενιάρομαι, άντε ξανά μανά στην εθνική οδό.
Κάνω τα χιλιόμετρά μου, περνάω Δομοκό, φτάνω Λαμία (αυτόν τον καταραμένο δρόμο, πότε θα τον φτιάξουνε;), κάνω την καθιερωμένη στάση στα Καμένα Βούρλα για καφεδάκι, στο «Ημίωρο» του φίλου μου του Λάζαρου. Κι επειδή ο καφές θέλει εφημερίδα, πάω δίπλα ακριβώς σ’ ένα μίνι μάρκετ για «Αυγή», «Εστία», «Documento», «Βήμα», συν «Live Sport» γιατί είχε πρωτοσέλιδο Πανάθα. Το μαγαζί το δουλεύει μια κυρία εκεί γύρω στα πρώτα ήντα, που ακούει συνήθως ραδιόφωνο σε μια σλάβικη γλώσσα, ποια απ’ όλες θα σας γελάσω. Πληρώνω, παίρνω ρέστα, πάει να μου δώσει σακούλα, «δεν χρειάζεται σακούλα», της λέω, «οι πολλές σακούλες κάνουν κακό».
«Οι μπόμπες δεν κάνουν;», με ρωτάει.
«Άμα λέτε για τις μπόμπες στην Ουκρανία», της απαντάω, «φυσικά και κάνουν».
«Όχι, γιατί φωνάζουμε για τις σακούλες και τα καλαμάκια», μου λέει, «και για τις μπόμπες κουβέντα…»
«Μακάρι να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται ο πόλεμος», της λέω. «Να σταματήσει τώρα».
«Και τώρα να σταματήσει», μου λέει, «έχουν έτοιμο το επόμενο σχέδιο»!
Τρίτο το κρατούμενο και τροφή για σκέψη που λένε και οι απόφοιτοι του Χάρβαρντ. Για να μην νομίζουμε δηλαδή ότι ο κόσμος όλος νοιάζεται μόνο για τα πρωινάδικα, τα ριάλιτυ, το Μουντιάλ και τον κώλο της μαϊμούς…
- -το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το Newpost (28.11.2022)