Ήμουν 26 ετών και είχα προσκληθεί για μια δουλειά στο σπίτι ενός εκδότη (ο οποίος εθεωρείτο και φωτισμένος!). Η βίζιτα έγινε αρμένικη και κατέληξε σε ένα ψιλοπαραλυμένο δείπνο, απ’ όπου παρέλασε ολόκληρη η Αθήνα της δύναμης και της ελαφράς τέχνης, με σφηνάκια και κόκες. Παρακολουθούσα με γουρλωμένα μάτια. Ο εκδότης είχε εξαναγκάσει το πρωτοπαλίκαρό του (το, κατά τα άλλα, πολύ σεβάσμιο και διδακτικό στα επικολυρικά του σημειώματα) να δέχεται ολόκληρο το βράδυ έναν οχετό προσβολών με το χαζό, καλοσυνάτο χαμόγελο που έχουν οι άνθρωποι χωρίς περηφάνια.
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο εντελώς περιφρονημένος διευθυντής θα έβγαινε αύριο να κάνει το κομμάτι του στις τηλεοράσεις, με το μαντηλάκι στο πέτο και τη στοχαστική έκφραση, ότι θα άναβε το τσιγάρο στα ζαλισμένα δείπνα να αφηγηθεί νόστιμες ιστορίες και ότι θα μάζευε τους αρχισυντάκτες του για να πουλήσει με τη σειρά του εξουσία. Κι όμως, βγήκε. Εξόχως αδιάβροχος. Εξόχως έξοχος. Και μένα με κοιτούσε πάντα με ένα γλοιώδες ύφος συνενοχής.
Την ίδια κυνική τελετουργία την είδα στα πιο απίθανα μέρη. Είδα ανθρώπους υπεράνω κάθε υποψίας να γίνονται σκουπίδια, να σκύβουν και να φιλούν το χέρι που τους χαστούκισε. Ανθρώπους μεγάλης παιδείας (και εξουσίας) να χασκογελούν σε βλακώδη ανέκδοτα. Να λένε «ναι-ναι-ναι» σαν κατατονικοί - πηγαίνοντας πίσω μπρος το άσπρο τους κεφάλι. Στα αχανή γραφεία των αφεντικών, στον ήλιο του απογεύματος (συνήθως με τα πόδια στο τραπέζι και με λυτά πουκάμισα), είδα πνευματικούς ανθρώπους να συγκατανεύουν στις πορνογραφικές περιγραφές, στις κακόγουστες πλάκες, στους γρυλισμούς του κάθε αφεντικού.
Κατάλαβα σιγά σιγά ότι αυτός είναι ο κανόνας στα «ανώτερα κλιμάκια». Κάτι σαν τελετή S/M. Σαν ορμή θανάτου. Και ότι αυτό συμβαίνει επειδή η δημοσιογραφία στην Ελλάδα δεν είναι πια, ίσως πότε δεν ήταν, χώρος αξιών, αλλά διαπλοκής και υποκρισίας.
- απόσπασμα από παλαιότερο κείμενο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου στο LiFO (ολόκληρο ΕΔΩ)