Νούμερα υπάρχουν πολλά. Υπάρχουν τα νούμερα της τηλεθέασης, των διαφημίσεων, των χορηγών, που πολλές φορές γίνονται αμείλικτα, απειλούν να κλείσουν τη στρόφιγγα και να σε αφήσουν χωρίς οξυγόνο.
Υπάρχουν τα στατιστικά για την πίτα και τη μικρή, φτωχή ελληνική αγορά, που προκαθορίζουν σε μεγάλο βαθμό πόσα λεφτά θα πέσουν σε μια παραγωγή και -ως ένα βαθμό- την ποιότητα και το αποτέλεσμα.
Υπάρχουν τα μηδενικά που γίνονται νούμερα μπροστά στο γυαλί, γιατί πιστεύουν πως μόνο έτσι μπορούν να κερδίσουν το τηλεοπτικό κοινό και ένα συμβόλαιο.
Και τέλος υπάρχουν τα νούμερα ενός καλλιτεχνικού βαριετέ, σαν αυτά που παρουσιάζει ο Δεληβοριάς. Ο οποίος ονειρεύεται την αναβίωση της μάντρας του Αττίκ, έφτιαξε με αυτό το σκεπτικό την ταράτσα του Φοίβου και τώρα την φέρνει στη μικρή οθόνη, σε ένα άκρως ενδιαφέρον σχέδιο, μακράν το πιο ενδιαφέρον της φετινής τηλεοπτικής σεζόν.
Οι πρώτες κατηγορίες νούμερων παραπάνω είναι μια κλασική περίπτωση πλαστής ευημερίας των αριθμών. Οι μετρητές καταγράφουν υψηλές τηλεθεάσεις, αλλά όλο και περισσότεροι πείθονται να κλείσουν οριστικά το χαζοκούτι και το πρόγραμμά του που δε βλέπεται.
Οι πρώτες κατηγορίες νούμερων παραπάνω είναι μια κλασική περίπτωση πλαστής ευημερίας των αριθμών. Οι μετρητές καταγράφουν υψηλές τηλεθεάσεις, αλλά όλο και περισσότεροι πείθονται να κλείσουν οριστικά το χαζοκούτι και το πρόγραμμά του που δε βλέπεται.
Τα “Νούμερα” του Φοίβου, αντιθέτως, είναι ένα μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να κάνει ποιοτική τηλεόραση, χωρίς να γίνει ο ίδιος νούμερο και να τον καταπιεί η “φύση του μέσου” -όπως έχουμε μάθει να λέμε. Το οποίο, ωστόσο, δεν είναι από τη φύση του φτηνό, ρηχό και ανθρωποφάγο, ίσα-ίσα που δείχνει ότι προσφέρει πολλές δυνατότητες και επιστρέφει, κατά κανόνα, αυτό που δίνεις και επιζητάς.
Ίσως όλοι αυτοί οι διθύραμβοι για τα “Νούμερα” γυρίσουν μπούμερανγκ, αν βάλουν τόσο ψηλά τον πήχη των προσδοκιών του κοινού, που δύσκολα θα τον πιάσει η πραγματικότητα. Στην τελική μιλάμε για μια προσπάθεια με ατέλειες, αδυναμίες, με το ταβάνι που μπορεί να έχει μια ελληνική -δηλαδή σχετικά φτηνή- παραγωγή, με αρκετή δόση ερασιτεχνισμού -που είναι παρεξηγημένος όρος και θα το αναλύσουμε στη συνέχεια- και με συντελεστές που αντικειμενικά δε γίνεται να αρέσουν (όλοι) σε όλους -προσωπικά πχ υποψιάζομαι ότι υπάρχει ο δάχτυλος του Φισφή πίσω από κάθε μέτρια ατάκα…
Εξαρτάται, όμως, τι παίρνει κανείς ως μέτρο σύγκρισης.
Ίσως όλοι αυτοί οι διθύραμβοι για τα “Νούμερα” γυρίσουν μπούμερανγκ, αν βάλουν τόσο ψηλά τον πήχη των προσδοκιών του κοινού, που δύσκολα θα τον πιάσει η πραγματικότητα. Στην τελική μιλάμε για μια προσπάθεια με ατέλειες, αδυναμίες, με το ταβάνι που μπορεί να έχει μια ελληνική -δηλαδή σχετικά φτηνή- παραγωγή, με αρκετή δόση ερασιτεχνισμού -που είναι παρεξηγημένος όρος και θα το αναλύσουμε στη συνέχεια- και με συντελεστές που αντικειμενικά δε γίνεται να αρέσουν (όλοι) σε όλους -προσωπικά πχ υποψιάζομαι ότι υπάρχει ο δάχτυλος του Φισφή πίσω από κάθε μέτρια ατάκα…
Εξαρτάται, όμως, τι παίρνει κανείς ως μέτρο σύγκρισης.