Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Τριάντα χρόνια αργότερα, μπορεί να μην μας προέκυψε καμιά Εταιρεία Συγκοινωνιακών Επιχειρήσεων, αλλά ο νεοφιλελευθερισμός προελαύνει σαν τρελό φορτηγό. Από την παιδεία ως την υγεία κι από τα εργασιακά ως το περιβάλλον, το ξεχαρβάλωμα, για να μην πω το ξεπέτσωμα, του δημόσιου παράγοντα, προχωράει με ρυθμούς πρωτοφανέρωτους. Δεν μιλάμε τώρα εδώ για χίλια τόσα λεωφορεία και άλλους τόσους οδηγούς, μιλάμε για το σύνολο της χώρας που υφίσταται τις συνέπειες. Και καλά το τριανταφεύγα τοις εκατό που στηρίζει Νέα Δημοκρατία, δεν πά’ να βρέξει ο Θεός σαύρες στ’ αυγά τους θα κάτσουνε, με τους υπόλοιπους και τις υπόλοιπες τι ακριβώς γίνεται; Για ποιον ακριβώς λόγο δεν κατεβαίνουν στον δρόμο, να γίνουν νέοι Σταμουλοκολλάδες και να ξεβρακώσουν όσους κάνανε πατίνι τις ζωές τους; Ο χρόνος δεν τους περισσεύει ή μήπως τους κατάπιε για τα καλά ο καναπές;
Το αντιμετωπίζω το ερώτημα σχεδόν σε καθημερινή βάση, όταν ποστάρω στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυτά που γράφω εδώ στο Newpost. «Γιατί δεν κατεβαίνουμε στο δρόμο», ο ένας, «γιατί δεν κατεβαίνουμε στο δρόμο», η άλλη, «γιατί δεν κατεβαίνουμε στο δρόμο», ο τρίτος. Εκεί να δεις κλάμα που κλειστήκαμε στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών μας και μπαστακωθήκαμε απέναντι απ’ την τηλεόραση όλη μέρα. Αλλά όταν έρχεται η ώρα να συναντηθούμε με την άσφαλτο, πάλι οι γνωστοί και μεταξύ μας είμαστε, πλην εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Που μόνο για τη μελέτη Λύτρα, δηλαδή, με την επιβεβαίωση ότι οι διασωληνωμένοι έξω από τις ΜΕΘ είχαν μηδενικές πιθανότητες επιβίωσης, έπρεπε να είχαν έρθει τα πάνω κάτω στην Ελλάδα όλη. Γιατί στην Ελλάδα όλη θρηνήσανε θύματα και κλάψανε κόσμο και είδαν τους ανθρώπους τους, τους γονείς τους, τους συγγενείς τους να παραδίδουν πνεύμα…
Τα σκεπτόμουν όλα τα ανωτέρω, χτες που κοίταζα τους New York Times και είδα μια μελέτη του Χάρβαρντ για το θέμα. Όπου έλεγε ότι ο εικοστός αιώνα ήταν ο αιώνας των κινηματικών διαδηλώσεων και μάλιστα ο αιώνας των επιτυχημένων κινηματικών διαδηλώσεων, μιας και δύο στις τρεις πετύχαιναν το σκοπό τους. Αλλά κάπου στη διαδρομή στράβωσε το πράγμα και το 2010 μόνο μία στις τρεις διαδηλώσεις τα κατάφερνε και το 2020 πέσαμε δραματικά στο ανυπόληπτο μία στις έξι. Στα όρια της ξεφτίλας, σαν να λέμε.
Και πού οφείλεται αυτή η πτώση;
- Πρώτον στην πολυδιάσπαση των κάθε είδους κινημάτων, που από εκεί που ζητάγανε ενωμένοι και συντεταγμένοι οι πολίτες κάποια συγκεκριμένα πράγματα πλέον έχουμε καταλήξει στο πλοίο των τρελών με τον καθένα να σπρώχνει την προσωπική του ατζέντα.
- Δεύτερον, στο ότι οι πάσης φύσεως κυβερνήσεις μάθανε να λειτουργούν πολύ καλύτερα τους μηχανισμούς της σύγχυσης και του αποπροσανατολισμού, μαζί με τη λογοκρισία και τον αυταρχισμό.
- Και τρίτον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα οποία μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να κατεβάσουν μιλιούνια στο δρόμο εν ριπή οφθαλμού, αλλά όσο γρήγορα στήνονται αυτού του είδους οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ακόμη πιο γρήγορα εξατμίζονται. Δεν φτουράνε, που λένε και στις λαϊκές…
Ως εκ τούτου, γκρίνια γιατί δεν αλλάζει τίποτα σε αυτή την άτιμη την κοινωνία και γιατί τραβάμε ζόρι και γιατί μας πατάνε στο λαιμό κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ. Και να πάρουμε το νόμο στα χέρια μας, βεβαίως, γιατί η δικαιοσύνη, η αστυνομία και η βουλή μας κοροϊδεύουν φόρα παρτίδα. Πώς θα γίνει, όμως, αυτό χωρίς να σηκωθούμε απ’ το καναπεδάκι και να προδώσουμε το Netflix, δεν το απαντάει κανείς. Ίσως γιατί όπως έλεγε ο Κινέζος ο αρχαίος ο φιλόσοφος, όποιος βγαίνει να πολεμήσει πρέπει να ξέρει ότι θα έχει και απώλειες. Και στη σημερινή εποχή, το νυχάκι του να σπάσει κάποιος θρηνεί και οδύρεται τουλάχιστον ένα δεκαήμερο…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το Newpost (04.10.2022)