Γράφει ο
Η πτώση της Λιζ Τρας έγινε δεκτή με ανακούφιση από ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς και των Σοσιαλιστών ανά την Ευρώπη, καθώς σήμανε το τέλος των ακραίων νεοφιλελεύθερων σχεδίων μιας
κυβέρνησης που επιβίωσε μόνο έξι εβδομάδες, ενώ ενίσχυσε και το δημοσκοπικό προβάδισμα των Εργατικών.Το πολιτικό και οικονομικό χάος στο οποίο έχει βυθιστεί η χώρα πιθανότατα θα δημιουργεί αισθήματα δικαίωσης και σε όσους ήταν αντίθετοι στο Brexit.
Οι ευρωπαϊκές «ελίτ» ίσως να πανηγυρίζουν ενδόμυχα για το μήνυμα που δίνουν σε όσους επικρίνουν την Ε.Ε. οι περιπέτειες που βιώνει το Ηνωμένο Βασίλειο από τη στιγμή που αποφάσισε να εγκαταλείψει το πρότζεκτ της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ορισμένοι αναλυτές, από την αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος «διαβάζουν» στην πτώση της Τρας μια αποτυχία των νεοφιλελεύθερων συνταγών τις οποίες ευαγγελιζόταν, με μικρό κράτος, φορολογικές απαλλαγές για τους πλούσιους και τις επιχειρήσεις και τις μεγάλες περικοπές δαπανών -κυρίως κοινωνικού χαρακτήρα- που αργά η γρήγορα θα τις συνόδευαν.
Ακόμα και το ΔΝΤ καταδίκασε την οικονομική πολιτική της Τρας, γεγονός που ερμηνεύεται από πολλούς ως απόρριψη των «θατσερικών» πολιτικών από τον παραδοσιακά συντηρητικό διεθνή οργανισμό.
Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Το ΔΝΤ δεν έγινε ξαφνικά υπερασπιστής των κοινωνικών δικαιωμάτων και των κρατικών δαπανών -όσο κι αν κατά καιρούς εντάσσει στη ρητορική του το θέμα των ανισοτήτων ως παράγοντα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας.
Οι επικρίσεις του Ταμείου για την οικονομική πολιτική της Λιζ Τρας αφορούσαν κυρίως το γεγονός ότι ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική της Τράπεζας της Αγγλίας. Η Τρας σκόπευε να διοχετεύσει περισσότερο χρήμα στην οικονομία μέσα από τον προϋπολογισμό (με τις φορολογικές περικοπές), ενώ η Τράπεζα της Αγγλίας είχε ήδη ξεκινήσει να αφαιρεί χρήμα από την οικονομία (με αυξήσεις επιτοκίων και πωλήσεις ομολόγων) για να περιορίσει τον πληθωρισμο. Το γεγονός ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις αφορούσαν τους πιο εύπορους και θα ενίσχυαν τις ανισότητες στη βρετανική κοινωνία δεν ήταν στο επίκεντρο της κριτικής από το ΔΝΤ.
Το ΔΝΤ επέκρινε επίσης τις γενικευμένες ενεργειακές επιδοτήσεις που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Τρας, υποδεικνύοντας ότι αυτές θα έπρεπε να αφορούν μόνο τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Και τούτο όχι για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας, αλλά επειδή οι γενικευμένες επιδοτήσεις βοηθούν τα νοικοκυριά να συνεχισουν την κατανάλωση καυσίμων με αποτέλεσμα η ζήτηση να ανεβάζει τις τιμές.
Το οικονομικό πακέτο Τρας έγινε η αιτία της κυβερνητικής κατάρρευσης, επειδή προσέκρουσε και στις «αντιρρήσεις» των επενδυτών, οι οποίοι ξεπούλησαν τα βρετανικά ομόλογα, με το σκεπτικό ότι δεν είχαν αποσαφηνιστεί επαρκώς οι πηγές χρηματοδότησής του και επομένως αργά ή γρήγορα ο κρατικός προϋπολογισμός θα έφτανε σε αδιέξοδο και θα χρειαζόταν νέος δανεισμός με υψηλότερο κόστος (επιτόκιο).
Είναι ο φόβος της δημοσιονομικής κρίσης που τρόμαξε πρωτίστως τις αγορές και όχι η ανησυχία για τις δραματικές κοινωνικές συνέπειες που πράγματι θα είχε η πολιτική Τρας για την βρετανική κοινωνία.
Σε κάποιο βαθμό οι εξελίξεις δείχνουν ότι ακόμα και η καπιταλιστική αγορά «τρόμαξε» από το γενικευμένο αδιέξοδο -κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό- στο οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει μια «νέα Θάτσερ» το Ηνωμένο Βασίλειο. Όχι, όμως, για πολιτικούς ή κοινωνικούς λόγους, αλλά για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Ο τρίτος παράγοντας που έριξε την κυβέρνηση Τρας ήταν η στάση της Τράπεζας της Αγγλίας, η οποία αρχικά στήριξε τα ομόλογα αγοράζοντάς τα από την ελεύθερη (δευτερογενή) αγορά, αλλά αρνήθηκε να συνεχίσει μετά την περασμένη Παρασκευή, οπότε και επισφραγίστηκε η κατάρρευση της βρετανικής κυβέρνησης.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση Τρας κατέρρευσε επειδή απερρίφθη από το ΔΝΤ, τις «αγορές» (ήτοι τους διαχειριστές κεφαλαίων που προστατεύουν τα χρήματα των ευπορων και των ισχυρών οι οποίοι είναι οι μεγαλύτεροι κάτοχοι μετοχών και ομολόγων) και από την κεντρική τράπεζα της χώρας η οποία ρυθμίζει την οικονομία μέσα από την κυκλοφορία του χρήματος -χωρίς να υπακούει ούτε να λογοδοτεί στην κυβέρνηση.
Εκ του αποτελέσματος, μπορεί να πει κάποιος ότι είναι μια ευτυχής εξέλιξη το γεγονός ότι οι Βρετανοί απέφυγαν -προς το παρόν τουλάχιστον- μια νέα θατσερικού τύπου επέλαση στα εισοδήματα και τα δημόσια αγαθά της χώρας.
Όμως στην πραγματικότητα είναι οι δυνάμεις της αγοράς που έριξαν την κυβέρνηση και όχι η κοινωνική πίεση, ο λαός της χώρας ή το κοινοβούλιο.
Και αυτές οι δυνάμεις της αγοράς είναι που θα αντιμετωπίσουν και οι Εργατικοί ή όποια άλλη σοσιαλιστική ή αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη, όταν αναλάβει την εξουσία.
Οι εξελίξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο φέρνουν για άλλη μια φορά στο προσκήνιο το γεγονός ότι η πολιτική εξουσία έχει υποστεί «αεροπειρατεία» από τις δυνάμεις της αγοράς και το σύστημα μονεταριστικής οικονομικής διακυβέρνησης υπό τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες λειτουργούν υπό καθεστώς απόλυτης ανεξαρτησίας από τις κυβερνήσεις και χωρίς λογοδοσία.
- το κείμενο του Γ. Χ. Παπαγεωργίου είναι από το politicus.gr