Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

Το δικαίωμα να βρίζεις τον πρωθυπουργό σου


του Άρη Χατζηγεωργίου / Ανταπόκριση, Νέα Υόρκη

Οταν το βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο SKY λογόκρινε, αυτή την εβδομάδα, τα αποσπάσματα της κωμικής σειράς «Last Week Tonight» με τον Τζον Ολιβερ, γιατί αναφερόταν στον θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ, άνοιξα αμέσως την τηλεόραση για να δω τη μη λογοκριμένη εκδοχή του επεισοδίου.
 Οταν η «Washington Post» ανέφερε ότι η Ρωσία είχε δαπανήσει 300 εκατομμύρια δολάρια σε ευρωπαϊκά κόμματα, πήγα στον υπολογιστή μου για να δω αν υπήρχε σχετική αναφορά στο Russia Today (και, όπως ανέμενα, δεν υπήρχε ούτε λέξη). 
Οταν πριν από μερικές εβδομάδες η Ουάσινγκτον βρέθηκε στα πρόθυρα θερμού επεισοδίου με το Πεκίνο, εξαιτίας της επίσκεψης στην Ταϊβάν της πρόεδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι, κατέβηκα στη γωνιά του δρόμου για να πάρω ένα φύλλο της εφημερίδας «China Daily» – επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας που διανέμεται δωρεάν σε κιόσκια στη Νέα Υόρκη.

Αν ζούσα στη Βρετανία, δεν θα μπορούσα να δω στην τηλεόραση ένα ολόκληρο επεισόδιο της δημοφιλέστερης σατιρικής εκπομπής στον κόσμο. Αν ζούσα σε οποιαδήποτε χώρα της Ε.Ε. δεν θα μπορούσα να διαβάσω το Russia Today και… προσπαθήστε να σκεφτείτε τι θα συνέβαινε εάν στην πλατεία Συντάγματος υπήρχε ένα κιόσκι που μοίραζε δωρεάν μια εφημερίδα του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας.

Οσα και αν καταλογίσει κανείς στις ΗΠΑ για την ελευθερία του Τύπου, είναι εύκολο να υποθέσει ότι σε σχέση με την Ευρώπη αποτελούν έναν παράδεισο ελεύθερης ενημέρωσης. Η διαφορά γίνεται ακόμη πιο εμφανής αν εστιάσεις την προσοχή του στη σάτιρα. Οπως εξηγούσε παλαιότερα ο Τζον Ολιβερ, κανένας δεν του είχε απαγορεύσει να αποκαλεί τον Ντόναλντ Τραμπ «την πιο πλούσια αιμορροΐδα της Αμερικής» ή να πει ότι του θυμίζει «το δέρμα που καλύπτει τη βάλανο του πέους ανακατεμένο με μαλλί της γριάς». 
Ο ίδιος μάλιστα επιτίθεται κάθε εβδομάδα και στις μεγαλύτερες πολυεθνικές του πλανήτη – ακόμη και όταν έχουν μερίδια μετοχών στο κανάλι που εργάζεται. Μεταξύ άλλων μας πληροφόρησε ότι το μιλκσέικ των McDonald’s θυμίζει «τη διάρροια ενός λεπρού», ότι η φράση «θάνατος σε τέσσερις τροχούς» είναι συνυφασμένη με τα αυτοκίνητα της General Motors και ότι «το γεγονός ότι λίγο ψωμί, μια ντομάτα και ένα τυρί πηδήχτηκαν μέσα σε έναν ξεχασμένο σκουπιδοντενεκέ» δεν επιτρέπει στην Pizza Hut να αποκαλεί τα προϊόντα της αληθινή πίτσα.

Την ίδια ώρα στην Ελλάδα ένα αστείο του τσολιά της «Ελληνοφρένειας» για τον πρωθυπουργό ήταν αρκετό για να οδηγήσει τον επικοινωνιακό μηχανισμό της Νέας Δημοκρατίας σε κατάσταση λυσσώδους σοκ, ενώ οποιαδήποτε επικριτική αναφορά σε ιδιωτική εταιρεία αντιμετωπίζεται με εκδικητικές αγωγές τύπου SLAPP.

Το μυστικό τής φαινομενικά απόλυτης ελευθερίας της έκφρασης που επικρατεί στις ΗΠΑ είναι φυσικά η πρώτη τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος – εκείνη η μικρή παράγραφος που επιτρέπει σε κάθε Αμερικανό πολίτη όχι μόνο να εκφράσει τις σκέψεις του αλλά, αν το επιθυμεί, να κατέβει στο κέντρο της πόλης του και να κάψει ανενόχλητος την αμερικανική σημαία. Η κυρίαρχη αφήγηση στις ΗΠΑ υποστηρίζει ότι αυτή η μικρή παράγραφος προσφέρει πολύ περισσότερη ελευθερία σε σχέση με όλα τα ευρωπαϊκά Συντάγματα, τα οποία δίνουν στο κράτος μεγαλύτερες εξουσίες ελέγχου. Αυτή η αφήγηση όμως έχει… δράκο.

Κατ’ αρχάς, στην ιδιωτικοποιημένη «Πνύκα» των ΗΠΑ, η απόλυτη ελευθερία του λόγου δεν μεταφράζεται σε καλύτερη ενημέρωση των πολιτών. Κάθε διαφορετικό επιχείρημα βρίσκεται θεωρητικά μόνο σε κοινή θέα, ενώ στην πραγματικότητα θάβεται κάτω από τις ερπύστριες του κυρίαρχου λόγου των οικονομικά ισχυρών. 
Κατά δεύτερον, ο ρυθμιστικός λόγος που έχουν τα κράτη στην Ευρώπη μπορεί (πάντα θεωρητικά) να προσφέρει πολύ καλύτερα αποτελέσματα εάν η ελευθερία του λόγου εκλαμβάνεται σαν «δικαίωμα» – αν δηλαδή υπάρχει και εφαρμόζεται για την προστασία των ανίσχυρων. Ενας αντιρατσιστικός νόμος, παραδείγματος χάρη, μπορεί και πρέπει να περιορίσει τον κυρίαρχο λόγο του μίσους που στρέφεται εναντίον μιας μειονότητας.

Δυστυχώς στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, καθώς η ελευθερία του λόγου δεν αντιμετωπίζεται ως δικαίωμα των αδυνάτων αλλά ως προνόμιο των ισχυρών. Χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία προσφέρουν λόγου χάρη απόλυτη ελευθερία έκφρασης σε έναν σκιτσογράφο που θα στραφεί εναντίον των μουσουλμάνων (δηλαδή μιας μειονότητας που ταπεινώνεται καθημερινά σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο).
 Την ίδια ώρα όμως απαγορεύουν π.χ. στους πολίτες τους να δηλώνουν δημόσια ότι ο αντισιωνισμός είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τον (πάντα καταδικαστέο) αντισημιτισμό. Τα συγκεκριμένα παραδείγματα δείχνουν ότι η Ευρώπη, χρησιμοποιώντας δύο μέτρα και δυο σταθμά, μετατρέπει την «ελευθερία του λόγου» σε ένα ακόμη εργαλείο για τη μετα-αποικιακή της πολιτική.

Πέρα όμως από τη θεωρητική συζήτηση, το γεγονός ότι στις ΗΠΑ μπορείς να διαβάσεις τα κρατικά μέσα ενημέρωσης των δυο σημαντικότερων γεωπολιτικών αντιπάλων της χώρας, ενώ στην Ευρώπη υπάρχουν χώρες όπου μπορεί να σε συλλάβουν αν καταδικάσεις δημόσια τη μοναρχία (ή να σε συνθλίψουν αν καταδικάσεις την οικογενειοκρατία), ίσως απαιτεί λίγο περισσότερη προσοχή.

ΕφΣυν / info-war.gr