Στις 31 Μαΐου τηλεφώνησα στον αστροφυσικό Διονύση Σιμόπουλο, ήθελα να τον ρωτήσω αν θέλει να συμμετάσχει σε ένα project πάνω στο οποίο δούλευα και που θα ήταν υπεροχο να μιλήσει για τον χρόνο, τον γαλαξία, τη ζωή στο απέραντο και ταυτόχρονα μικρό σύμπαν που κουβαλά κάθε άνθρωπος μέσα του.
-Σας ενοχλώ;
-Καθόλου.
Του εξήγησα σε μια πρόταση χωρίς τελεία τι ακριβώς σκέφτομαι, για μία μελέτη που διάβασα για την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ.
– Δεσποινίς Λύκου, λυπάμαι πολύ. Δεν θέλω να δημιουργήσω πρόβλημα στα σχέδια σας, αλλά μέχρι το Σεπτέμβρη το πιθανότερο είναι να μη ζω.
Περπατούσα στην Ασκληπιού, φορούσα σαγιονάρες και κρατούσα δύο γλυκοπατάτες.
– Λυπάμαι.
-Το ακούω, αλλά μην. Ήταν μια όμορφη, εντελώς γεμάτη ζωή χωρίς απωθημένα.
-Δεν ξέρω τι να πω.
-Δεν χρειάζεται να λέμε πάντα κάτι.
Έτρεχαν δάκρυα, πρώτη φορά για κάποιον που δεν έχω δει ποτέ και μιλούσα για πρώτη φορά μαζί του στο τηλέφωνο.
-Μην κλαίτε δεσποινίς, ακούγεστε τόσο νέα. Τρέξτε για τη ζωή σας, την αγάπη, τον έρωτα, τη συντροφικότητα.
-Πώς να σας αποχαιρετήσω;
-Να κυλήσουν ήσυχα οι μέρες. Όσες μέρες.
Καλό σύμπαν. Τι άλλο είναι άλλωστε η ζωή μας, πέρα από ένα αστεράκι μου τρεμοπαίζει;