Αμήχανες πέργκολες και σκληρές επιφάνειες στην πλατεία Συντάγματος. Η νέα όψη της πλατείας απελευθερώνει δημόσιο χώρο αλλά παραμένει ανέμπνευστη και δημιουργεί πολλά ερωτήματα ως προς τη λειτουργία της. Αυτό σχολιάζει η «Καθημερινή» μέσα από κείμενο του Νίκου Βατόπουλου και έρχεται και το e-tetradio να αναρωτηθεί σχετικά με τις παρεμβάσεις του δημάρχου Κώστα Μπακογιάννη: Υπάρχει τελικά κανένας που να του αρέσει η νέα πλατεία Συντάγματος;
Ακολουθεί το κείμενο Βατόπουλου στην Καθημερινή:
Η νέα όψη της κάτω πλευράς της πλατείας Συντάγματος επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο σημαντικά θέματα. Ενα από αυτά είναι η αποσπασματικότητα στον σχεδιασμό της πόλης, ένα άλλο είναι η παρουσία ή η απουσία μιας γενικότερης στόχευσης, και ένα τρίτο θα μπορούσε να είναι η επιλογή των υλικών αλλά και η δημόσια αισθητική. Καθώς μιλάμε για μια παλιά μελέτη, «επικαιροποιημένη» σύμφωνα με την ξύλινη γλώσσα της γραφειοκρατίας, δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή νέων ιδεών. Υπάρχει όμως η σύγχρονη προσέγγιση πάνω σε βασικά και χρόνια ζητήματα της πόλης.
Αυτά τα ζητήματα έχουν να κάνουν με τον τρόπο που μπορούμε να περπατήσουμε στην πόλη, με το αστικό πράσινο, με τη χρήση του δημόσιου χώρου από ιδιώτες, με το υδάτινο στοιχείο και την τήρηση κάποιων κανόνων κυκλοφορίας για τα δίκυκλα. Ολα αυτά τα θέματα, η νέα όψη της κάτω πλατείας Συντάγματος τα επαναφέρει στην ατζέντα της πόλης και μάλιστα με τρόπο άμεσο και επιτακτικό.
Ας δεχθούμε πως το έργο δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Σαφώς, η καθυστέρηση στην παράδοσή του ήταν εντυπωσιακή και παραμένει αδικαιολόγητη (παρά τις παρεχόμενες αλλά όχι τεκμηριωμένες εξηγήσεις). Ας δεχθούμε, όμως, πως το έργο είναι πλέον προς χρήση, και πως, πράγματι, ο χώρος άνοιξε, ήταν μια εκκρεμότητα. Περισσότερο εντυπωσιάζει το γεγονός ότι για 20 και πλέον χρόνια η κάτω πλευρά της πλατείας είχε τόσο βρώμικες και φθαρμένες πλάκες παρά το γεγονός ότι αυτές ξηλώθηκαν για να εφαρμοστεί ανανεωμένη μια μελέτη από τα συρτάρια του δήμου.
Εστω. Τα δέντρα ελπίζουμε να ευδοκιμήσουν. Θα τα θέλαμε περισσότερα. Η Αθήνα θέλει σκιά. Και θέλει σκιά που να παρέχεται από δέντρα ή αναρριχώμενα φυτά και όχι από τεντόπανα. Ηταν απογοήτευση όταν διαπίστωσα πως τα σιδερένια πόδια στα οποία καταλήγουν οι πέργκολες (γιατί άραγε ήταν απαραίτητες;) δεν περιβάλλονται από χώρο ικανό για φύτευση αλλά είναι καρφωμένα στην υπόλευκη επίστρωση της πλατείας. Εως ότου αναπτυχθούν τα δέντρα, η αίσθηση από την πλατεία στο σημείο αυτό είναι μια υπερβολή στη χρήση σκληρών επιφανειών. Λευκό και γκρίζο, θα θέλαμε καστανό, πράσινο, τερακότα, θερμά υλικά. Ας δεχθούμε επίσης ότι μια μελέτη δεν είναι δυνατόν να ικανοποιεί προσωπικά γούστα αλλά οφείλει να υπηρετεί την κοινή λογική, τη δημόσια ασφάλεια και το κοινωνικό συμφέρον.
Τα περίπτερα που αναπτύσσονται στην πλατεία είναι οικίσκοι ημιδιάφανοι και έτοιμοι να σφραγίσουν με τη λειτουργία τους τον χώρο. Τα περίπτερα είναι μια άλλη ιστορία, στην Αθήνα γενικά, στο Σύνταγμα ειδικά. Ο δήμος, και τώρα και στο παρελθόν, αδυνατεί να νοικοκυρέψει τα περίπτερα και να θέσει προδιαγραφές (ας δούμε τα περίπτερα στα Χαυτεία και στην Ομόνοια). Αλλά εδώ, στην περίπτωση του Συντάγματος έχουμε τα new age περίπτερα, που είναι απλώς στέγαστρα εμπορικής δραστηριότητας. Δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που στην Ελλάδα θεωρούμε περίπτερο. Και έχουμε στη χώρα μας το εργονομικό θαύμα του ξύλινου κίτρινου περίπτερου, κάτι σαν τους τηλεφωνικούς θαλάμους στην Αγγλία, ένα κομμάτι ταυτότητας του αστικού τοπίου, και αντί να το αναδείξουμε, το έχουμε αφανίσει και το αντικαθιστούμε με αυτά τα «καταστήματα» πεζοδρομίου.
Και έστω να δεχθούμε ότι αυτή είναι μία τάση που γεννούν οι ανάγκες και οι δραστηριότητες της κοινωνίας. Θα δούμε πώς θα δέσει η πλατεία, και πώς θα χαρεί ο κόσμος τον απελευθερωμένο χώρο. Γιατί αυτό είναι το κεντρικό ζητούμενο. Αλλά αν γεμίσουν τραπεζοκαθίσματα οι πέργκολες και αν απλώσουν πραμάτεια τα περίπτερα και αν δεν μπορεί να ελεγχθεί η διέλευση τροχοφόρων στις υπόλευκες πλάκες, θα πρέπει να ορίσουμε εκ νέου τον χαρακτήρα της πλατείας αυτής. Δεν προτρέχουμε, απλώς ανησυχούμε. Ο δήμος ας μας διαψεύσει δείχνοντας ότι έχει προβλέψει.