«Ευτυχώς που πεθαίνουμε μια μέρα/ Κι έτσι λύνονται/ όσα δεν μπορούσαν να λυθούν/ εν ζωή.../ Αποδέχεσαι όσους σε πόνεσαν»
Ο Τσιμάρας Τζανάτος ήταν η επιτομή τού πολυσχιδούς δημιουργού. Ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης, άνθρωπος του Ραδιοφώνου και –νομίζουμε εμείς– λίγο πάνω από όλα τα άλλα, ποιητής με μοναδικό λόγο, έμπνευση και ύφος. Αυτό το «μοναδικός λόγος» είναι κυριολεξία. Η ποιητική του έκφραση δεν μοιάζει και δεν πλησιάζει καμιά άλλη. ΜΟΝΑΔΙΚΗ! Ευαίσθητη
και καταγγελτική, τρυφερή και σκληρή, πληθωρική και λιτή. Κάθε στίχος
του και μια έκπληξη. Αναρωτιόσουν κάθε φορά που τον διάβαζες, πώς το
εμπνεύστηκε, πώς το βρήκε, πώς προσάρμοσε την αλληγορία στην πραγματικότητα, πώς ξάφνιαζε σε κάθε γραμμή.
Ο Τσιμάρας, άνθρωπος του Πολιτισμού και του Πνεύματος, έρχεται στις αναμνήσεις μας από την κοινή πορεία, στον ίδιο ραδιοσταθμό, στο μακρινό παρελθόν της ελεύθερης ραδιοφωνία. Και ο θάνατός του μας συγκλονίζει. Όπως μας συγκλόνιζε η ποίησή του. Και όπως μας είχαν συγκλονίσει στίχοι του για τον θάνατο –και ήταν πολλοί. Σε έναν από αυτά έγραφε: «Ευτυχώς που πεθαίνουμε μια μέρα/ Κι έτσι λύνονται/ όσα δεν μπορούσαν να λυθούν/ εν ζωή.../ Αποδέχεσαι όσους σε πόνεσαν./ Συμφιλιώνεσαι με όσα σε ματαίωσαν. (...)/ Ευτυχώς που πεθαίνουμε./ Και ανανεώνεται η ζωή»
Ο Τσιμάρας, άνθρωπος του Πολιτισμού και του Πνεύματος, έρχεται στις αναμνήσεις μας από την κοινή πορεία, στον ίδιο ραδιοσταθμό, στο μακρινό παρελθόν της ελεύθερης ραδιοφωνία. Και ο θάνατός του μας συγκλονίζει. Όπως μας συγκλόνιζε η ποίησή του. Και όπως μας είχαν συγκλονίσει στίχοι του για τον θάνατο –και ήταν πολλοί. Σε έναν από αυτά έγραφε: «Ευτυχώς που πεθαίνουμε μια μέρα/ Κι έτσι λύνονται/ όσα δεν μπορούσαν να λυθούν/ εν ζωή.../ Αποδέχεσαι όσους σε πόνεσαν./ Συμφιλιώνεσαι με όσα σε ματαίωσαν. (...)/ Ευτυχώς που πεθαίνουμε./ Και ανανεώνεται η ζωή»
«Κρίμα που δεν πεθαίνουμε πρόωρα»
Σε ένα άλλο ποίημα ο λόγος του μοιάζει σήμερα, που έχει φύγει νωρίς από τη ζωή, ειρωνικός: «Κρίμα που δεν πεθάναμε πρόωρα./ Κρίμα που συνεχίζουμε να ζούμε μέχρι φυσικού τέλους./ Δίχως έναν απρόοπτο θάνατο να μας στεφανώσει».
Σε ένα άλλο ποίημα ο λόγος του μοιάζει σήμερα, που έχει φύγει νωρίς από τη ζωή, ειρωνικός: «Κρίμα που δεν πεθάναμε πρόωρα./ Κρίμα που συνεχίζουμε να ζούμε μέχρι φυσικού τέλους./ Δίχως έναν απρόοπτο θάνατο να μας στεφανώσει».
Μοιάζει προφητικό και ένα ακόμα ποίημά του από συλλογή με τον γενικό τίτλο «Ο βίος του βίου».
Ένα βιβλίο που έχει κατέβει πάμπολλες φορές από τα ράφια της
βιβλιοθήκης για να διαβάσουμε και να απολαύσουμε την ποιητική του
λάμψη:
«Όταν πεθάνω, θα γίνω περιπολικό./ Να φωτίζω το σκοτάδι που θα αφήσω πίσω μου./ Να φοβίζω το σκοτάδι που θα πάω να συναντήσω./ Δεν θα κάθεται κανείς στη θέση του οδηγού./ Ένας μαύρος σκύλος στο πίσω κάθισμα./ Να κοιτάζει./ Εμένα. Που θα 'μαι παιδί και θα κοιμάμαι».
Οι στίχοι τού Τσιμάρα θα τον φωτίζουν στη σκοτεινή διαδρομή που πρόωρα ακολουθεί.