του Χρήστου Ξανθάκη
Ασχολιόμουνα με τα αθλητικά από τότε που άρχισα κάπως να καταλαβαίνω τον εαυτό μου και να μην είμαι ντιπ νήπιο. Από το 1972 και τους Ολυμπιακούς του Μονάχου, ακόμη θυμάμαι το σχετικό αλμπουμάκι της Disney που είχε βγάλει τότε ο Τερζόπουλος, με Μίκυ, Γκούφυ και Ντόναλντ στο εξώφυλλο. Το φύλαγα επί έτη πολλά, ώσπου να φύγω για φοιτητής, κάπου χάθηκε ύστερα, μπορεί να είναι κρυμμένο σε κάνα πατάρι.
Ζούρλια με είχε πιάσει με τον στίβο, δεν χόρταινα να βλέπω τα αγωνίσματα και να πανηγυρίζω τις επιτυχίες των αθλητών μας. Κι άμα νικούσαν, ιδίως στους Βαλκανικούς που ήταν πιο εύκολος ο συναγωνισμός, κλαρίνο ο Χρηστάρας με τον εθνικό ύμνο μπροστά στην τηλεόραση. Ακόμη κι όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο και μυήθηκα στα «καθιστικά» αθλήματα (πόρτες, πλακωτό, κούκο μονό, μαμουθάκι παιζόμενο και πάει λέγοντας), δεν έχασα ποτέ την αδυναμία μου στον στίβο και τους πρωταγωνιστές του. Ώσπου ήρθε το καταραμένο το 2004…
Τότε που έγινε υποχρεωτικό να σε πλημμυρίζει περηφάνια και για την παραμικρότερη πορδή των εκπροσώπων της πατρίδος και σε κατηγορούσαν για προδοσία αν εξέφραζες την ελάχιστη έστω αμφιβολία για το μεγαλείο της διοργάνωσης.
Μούγκα και των γονέων στο μεγάλο πάρτυ της εθνικής αυτοπεποίθησης, στη
γιορτή της Ισχυρής Ελλάδας. Με δηλώσεις μαργαριτάρια, να συνοδεύουν τις
επιτυχίες των αθλητών:
«Οι Έλληνες είμαστε γεννημένοι πρώτοι. Τα υπόλοιπα είναι για τους δεύτερους. Εμείς είμαστε για την κορυφή. Το έχουμε στα κύτταρά μας και είναι το μεγαλύτερο δώρο».
Το τι ακολούθησε τα ταρατατζούμ το ξέρουμε όλοι και όλες και δεν θα κάτσω τώρα να βγάλω χολή για πρόσωπα και καταστάσεις. Μπορώ, ωστόσο, να σημειώσω ότι δεν κρύωσα απλώς αλλά εντελώς πάγωσα με τους αθλητές και τον αθλητισμό και αποφάσισα ότι τέτοιο σώτο και τέτοιο παραμύθι εγώ δεν ξανατρώω. Στο καλό, ξου ξου ξου, μακριά από εμάς και τα πορτοφόλια μας. Και δεν ήμουν η μοναδική περίπτωση, η Ελλάδα όλη ξίνισε και γύρισε την πλάτη της. Με αποτέλεσμα να το πληρώσουν και τα χλωρά μαζί με τα ξερά, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία και δεν έχει νόημα να την αναλύσουμε τώρα.
Σημασία έχει πως κατάφερε ο στίβος να ξαναμπεί στην ατζέντα της καθημερινότητάς μας:
Όταν ξανάγιναν άνθρωποι οι αθλητές και οι αθλήτριες και μας «ανάγκασαν» να ταυτιστούμε μαζί τους!
Γιατί; Διότι στα πρόσωπά τους είδαμε τις δικές μας αγωνίες, τα δικά μας ζόρια, τα δικά μας άγχη. Η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη που σέρβιρε τσίπουρα στην οικογενειακή ταβέρνα, η Κατερίνα Στεφανίδη που αγωνιούσε για το πατρικό της στις πυρκαγιές, ο Μίλτος Τεντόγλου που δεν σκάει για κανέναν μαλάκα και καμία μαλακία, ο Μανώλης Καραλής που αποφάσισε να πάρει μια αναπνοή απ’ τον πρωταθλητισμό για να σώσει την ψυχή του, η Ελίνα Τζένγκο που παρακάλαγε να πάρει την ελληνική ιθαγένεια για να εκπροσωπεί τη χώρα μας στο εξωτερικό. Αυτά είναι που σε φέρνουν κοντά με τον άλλον και τον συγκινούν, τον προβληματίζουν, τον αναστατώνουν. Όχι να κάθεται αφ’ υψηλού ο αθλητής πάνω στο βάθρο και να δείχνει με το δάχτυλο και να αραδιάζει θεωρίες για την ανωτερότητα της φυλής…
Οπότε τα ξαναβρήκαμε. Οπότε ξαναδώσαμε τα χέρια. Οπότε ξανακάτσαμε μπροστά στο δέκτη και πανηγυρίσαμε για τα δικά μας τα παιδιά. Επειδή γουστάρουμε πλέον και όχι από υποχρέωση και καθήκον. Για τα κορίτσια και τα αγόρια που προσπαθούν για το καλύτερο με όλες τους τις δυνάμεις. Να είναι καλά, να είναι υγιείς, να πατάνε στη γη και κάποια στιγμή, ακόμη κι αν δεν αγγίξουν τ’ αστέρια θ’ αγγίξουν την καρδιά μας.
Υ.Γ.: Ρωτάω φίλο μου Καρδιτσιώτη:
«Σ’ έχει σερβίρει η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη;»
Μου απαντάει:
«Μια και δυο; Η ταβέρνα της μαμάς της, της κυρά Γιώτας, είναι άλλο πράγμα. Όχι μόνο για τους μεζέδες και το τσίπουρο, αλλά και γιατί είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Πολύ ζεστοί, πολύ φιλόξενοι, πολύ δοτικοί, γι’ αυτό τρέχουν όλοι»!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το Newpost.gr (22.8.2022)