Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

Οι μπαταχτσήδες, τα αμπάρια του ΔΟΛ και η υστεροφημία του Σταύρου Ψυχάρη


«Ο ΔΟΛ έχει μια ιστορία οχι μόνο πολιτική αλλά και επιχειρηματική. Ως και τα τελευταία χρόνια ο ΔΟΛ ήταν η μόνη δημοσιογραφική επιχείρηση στην Ελλάδα που πλήρωνε προκαταβολικά τους μισθούς. Δεν θα γίνουμε τώρα μπαταχτσήδες. Αν το καράβι πέσει σε ξέρες, στα αμπάρια του θα υπάρχουν όσα χρειάζονται για να τελειώσει μια συνεργασία κλπ. Οπωσδήποτε ελπίζουμε ότι θα έχουμε λύσει το πρόβλημα μέχρι τις 15 Οκτωβρίου».
Αυτά έγραφε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2016 ο τότε εκδότης και αφεντικό του ΔΟΛ Σταύρος Ψυχάρης σε επιστολή του προς τους εργαζόμενους του Οργανισμού (την είχαν δημοσιοποιήσει αποκλειστικά οι zoornalistas ΕΔΩ), σχετικά με τα συνεχιζόμενα προβλήματα στην μισθοδοσία.
Τελικά στα τέλη Δεκεμβρίου το καράβι πεφτει σε ξέρες, η οικογένεια Ψυχάρη εγκαταλείπει
το σκάφος που βουλιάζει και οι εργαζόμενοι, που απεργούσαν γιατί ήταν πέντε μήνες απλήρωτοι, ζητούσαν από τον καπετάνιο να ανοίξει τα αμπάρια... 
Ήταν αντιφατικός και αμφιλεγόμενος. Συνδέθηκε με τη χρυσή εποχή του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη (ΔΟΛ) και της ναυαρχίδας του, της εφημερίδας «Το Βήμα της Κυριακής», κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990. Αλλά ήταν και ο μοιραίος άνθρωπος για τον ΔΟΛ, αφού την άνοιξη του 2017 οδήγησε τον αιωνόβιο εκδοτικό οργανισμό, υπερχρεωμένο και κατασυκοφαντημένο, στην κατάρρευση και στη χρεοκοπία”, έγραψε ο Νίκος Μπακουνάκης.
Το τελευταίο αφεντικό του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη πέθανε τη νύχτα της 2ας Αυγούστου του 2022 στο εξοχικό του σπίτι στο Πόρτο Ράφτη και δυστυχώς η ιστορία θα γράψει πως το καράβι του ΔΟΛ έπεσε στα βράχια έχοντας καπετάνιο τον Σταύρο Ψυχάρη...

ΥΓ: Ενας από τους παλιούς εργαζόμενους του ΔΟΛ γράφει στο fb σχετικά με τα «αμπάρια» και την υστεροφημία του Σταύρου Ψυχάρη:
"Επειδή κάπου με πιάνει αναγούλα με τα σάλια, θέλω να πω με λίγα λόγια μια ιστορία. Ξεκίνησα στα ΝΕΑ 18 χρονών, το 1982 το Νοέμβρη, που σημαίνει ότι εφέτος θα εκλεινα 40 χρόνια, αν το 2017 δύο καθαρματα, τότε διευθυντές, δεν είχαν αφήσει εκτός του νέου μαγαζιού που μόλις είχε αγοράσει ο Μαρινάκης εμένα και καμιά 20αριά ακόμα ανθρώπους, που μειναμε στο δρόμο καποιοι αρρωστοι, πολλοί με παιδιά μικρά, όλοι με τεραστιες υποχρεώσεις και ολοι ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ. Εκ των υστέρων, είμαι σίγουρος ότι δεν θα ήμουν εκεί ακόμα κι αν δε με είχαν απομακρύνει, γιατι δεν αντέχω τη μετάλλαξη μιας εφημερίδας με @@ σε εφημερίδα @@. Οποτε θα με εφευγαν λίγο μετά. Τα δύο αυτά τερατα παντως δεν το ήξεραν τότε και απλά πεταξαν στο δρόμο, «δολοφόνησαν» επαγγελματικά δηλαδή, όσους δε χώνευαν γιατί αντιδρούσαμε και φωνάζαμε, όχι όσους δεν άξιζαν, γαιτι αξίζαμε όλοι (σχεδόν) Για όλη αυτή την καταντια, που χρεώθηκε τάχα στο ΣΥΡΙΖΑ, έφταιγε η μεγαλομανία ενός μόνο ανθρώπου, που μας διαβεβαίωνε ότι τα «αμπάρια του πλοίου ήταν φορτωμένα» ενώ ταυτόχρονα δε μας πλήρωνε, αλλα αγόραζε μετοχές ενός καναλιού, κλπ κλπ.

Οσα γραφετε για το ποσο καλός ήταν και πόσο σας βοήθησε, δεν δείχνουν ποσο καλός ηταν αυτός, αλλά πόσο αδιάφοροι στον πόνο του άλλου είστε εσείς. (Ειδικά εσένα, που μου είπες λίγο πριν απολυθώ «σιγά μη διώξουν τον πρύτανη του εκπαιδευτικού ρεπορτάζ», δημοσίως, σε οικτίρω μόνο για την αφέλειά σου - γιατι δεν εισαι κακός, ενας εξυπνος βλάκας είσαι.)
Με όλα αυτά θελω να πω ότι υπάρχει ενα βιβλίο του Μπορίς Βιάν, που δε θελω να αναφέρω τον τίτλο του, αλλά είναι σα να γράφτηκε για τους ανθρώπους που πεθαίνουν αφήνοντας πίσω τους χαλάσματα. Στη φωτογραφία ο θρύλος Γιάννης Διακογιάννης, κραταει το ιστορικό φύλλο που είμασταν εκεί, όταν παραλίγο να κλείσουμε. Αν μπορούσατε να μετρήσετε πόσα από τα προσωπάκια του πρωτοσέλιδου δεν ειναι πια εκεί, θα είχατε μια μουτζούρα. Αυτό ήταν και το κατόρθωμα του εκλιπόντος: πήρε τη μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας από έναν Καραπαναγιώτη και την παρέδωσε σε έναν Mαρινάκη σα μουτζούρα".