του Χρήστου Ξανθάκη
Το ’89, δεν ήμουν πια πιτσιρικάκι. Είχα ξεμπερδέψει με τη σχολή, είχα αφήσει πίσω μου την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και είχα βρει και δουλειά παρακαλώ. Πρώτα στον Top FM του ΔΟΛ κι όταν μου τα κάνανε μπαλόνια με τη νοοτροπία τους (αυτό το τάχα μου «σκληρός αλλά δίκαιος», που λέγανε στις νεκρολογίες του Ψυχάρη), πήγα βόλτα στον Περισσό, στη συχνότητα του 902 Αριστερά στα FM. Εντάξει, δεν ήμουνα κάνα στελεχό, διεθνή έγραφα και εκφωνούσα δελτία, αλλά έζησα από κοντά, από πολύ κοντά τόσο το «βρώμικο ‘89» όσο και τις παραφυάδες του…
Και να σας πω την αλήθεια, καθόλου δεν μ’ άρεσε. Όχι γιατί είχα κάνα συναισθηματικό δέσιμο με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ούτε διότι με είχε πιάσει ο πόνος για τις ισορροπίες της αστικής δημοκρατίας. Αυτό που με έκανε να ξερνώ, ήταν το φαρμάκι που χυνόταν ποτάμι στο δρόμο και δηλητηρίαζε συνειδήσεις και ψυχές. Ένας μικρός εμφύλιος σαράντα χρόνια μετά απ’ τον ορίτζιναλ, που κόντεψε να τινάξει την Ελλάδα στον αέρα. Και οδήγησε τόσο στον τραγέλαφο της επόμενης εξαετίας, όσο και στην «σταθεροποιητική» επιλογή Κώστα Σημίτη –που εν τέλει φόρτωσε στην καμπούρα μας περισσότερα δεινά…
Επειδή, λοιπόν, το έζησα από κοντά το «βρώμικο ‘89» και κατέχω το στόρι, πολύ ανταριάζομαι όταν βλέπω ανάλογα σημεία και σημαινόμενα στη σημερινή, προεκλογική Ελλάδα. Εδώ δεν μιλάμε για απλή κοκορομαχία για αγριεμένα βλέμματα και χειρονομίες, μιλάμε για τον προθάλαμο του σφαγείου, με τα λεπίδια να έχουν βγει απ’ το θηκάρι. Και τη λέξη «προδότης», ιδίως από τη μία πλευρά, να κυριαρχεί παντού. «Προδότης» εδώ, «προδότης» εκεί, «προδότης» και παραπέρα. Περισσότερα «προδότης» από «μαλάκας» θ’ ακούγονται σε λίγο ανά την επικράτεια, κάνοντας τον ρέκτη Ταγίπ να τρίβει τα χέρια του από χαρά. Γιατί έχει να κερδίσει πολλά, αν φαγωθούμε μεταξύ μας…
Επί τη ευκαιρία, μέσα σ’ αυτό το κλίμα το τοξικό, θυμήθηκα κάτι που είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις στη «Ρωμαϊκή Αγορά», αναφερόμενος στην εποχή λίγο μετά από τον εμφύλιο. Με δικά του λόγια:
«Ένα βράδυ πήγαινα στο σπίτι των φίλων μου Κώστα και Αλεξάνδρας Τρικούπη. Περνώντας από την ασφάλεια, με σταματάει ένας χοντρός έξω από την πόρτα της και μου ζητάει ταυτότητα. Ήσαν δυο-τρεις-μαζί, μα σαν είδα το χοντρό πάγωσα.
Μου ήρθε στο νου μια εικόνα σ’ ένα χάνι ενός μικρού χωριού στα βόρεια της Ελλάδας κι εγώ να προσπαθώ να κοιμηθώ μες στο κρύο. Ήταν η υποχώρησή μας μετά τα Δεκεμβριανά κι εγώ, Επονίτης εκείνο τον καιρό, υποχωρούσα γυρίζοντας κάμπους και βουνά μες το κρύο. Εκεί λοιπόν, μέσα σ’ αυτό χάνι, σε μια άλλη γωνιά, ήσαν και δυο Ελασίτες, που είχαν ανάψει φωτιά και συνομιλούσαν, λέγοντας ο ένας στον άλλο τα κατορθώματά τους. Πόσους σκότωναν και πως τους σκότωναν. Είχε παγώσει το αίμα μου μ’ αυτό που άκουγα και δειλά, είδα καθαρά τη φυσιογνωμία του ενός, έτσι όπως φωτιζόταν από τη φωτιά, που μου εντυπώθηκε ανεξίτηλα μέσα μου. Τώρα τον έβλεπα μπροστά μου. Αστυφύλακα στην Ασφάλεια, να ζητάει ταυτότητα ειρωνικά, χωρίς βέβαια να μ’ αναγνωρίσει. Μου ‘πε δυο λόγια προσβλητικά, μου ‘πε να τσακιστώ από μπροστά του και μου ‘δωσε μια γερή κλωτσιά, προστατεύοντας έτσι το Έθνος μας απ’ ό,τι ηθικό και ζωντανό είχε αφήσει ο πόλεμος. Αναστατωμένος έφυγα και πέρασε καιρός να το ξεχάσω, αλλά μέσα μου άρχισαν να αναρριχώνται τα ερωτηματικά γύρω από το Κίνημα, το Δεκέμβριο και το Έθνος. Άρχισα να βλέπω πως η Πατρίδα δεν είναι τόσο Τίμια και Καθαρή και αποφάσισα να έχω τα μάτια μου ανοιχτά».
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost (28.8.2022)