Παλιά, πολύ παλιά οι Αμερικάνοι ρωτάγανε σε πρώτη ευκαιρία «πού ήσουνα τη μέρα που δολοφόνησαν τον Κένεντυ;». Το έκανε και τραγούδι ο Lou Reed πριν κάτι χρόνια, ακούστε το έχει γούστο.
Στις δικές μας τις γενιές, πάλι, νομίζω ότι πλέον μπορούμε να ρωτάμε ο ένας τον άλλο και την άλλη και το άλλο «πού ήσουνα τη μέρα που δολοφόνησαν τον Γρηγορόπουλο;».
Tη νύχτα δηλαδή, γιατί νύχτα ήταν όταν το τράβηξε το πιστόλι ο Κορκονέας κι άνοιξε πυρ. Και πάει το παιδάκι, δεκάξι χρονών φυντάνι, ακόμη στον κόσμο δεν είχε βγει, ακόμη τη ζωή του δεν είχε χαρεί. Σχεδόν δεκαπέντε χρόνια τώρα στο μνήμα, δεν θα ξαναδεί τον ήλιο ποτέ του, δεν θα τον ξαναλούσει η θάλασσα, δεν θα ξαναπιεί μια μπυρίτσα με τ’ άλλα πιτσιρικάκια. Μόνο το χαμόγελό του μένει σε αυτή την καινούρια τοιχογραφία, στη διπλανή πολυκατοικία από εκεί που δολοφονήθηκε.
Εγώ, λοιπόν, ήμουνα σπίτι μου και επειδή το σαράκι το δημοσιογραφικό το έχω μέσα μου, στην αρχή νόμισα ότι επρόκειτο για φάρσα. Αν θυμάστε, εκείνη την εποχή είχε μπουκάρει το τζεντριφικέσιο στα Εξάρχεια μαζί με το φιλελεδιστάν και είχε αρχίσει η συνοικία ν’ αλλάζει χρώματα και χαρακτήρα. Πολύς κόσμος από αλλού, πολύς ματσωμένος κόσμος από αλλού, φιγούρες χαρωπές και τραλαλά, καμία σχέση με εκείνη την πρότερη εποχή όπου κυβερνάγανε τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα. Χαλαρά σε λέω και λεφτά υπήρχαν τότε, δεν είχε σκάσει μύτη το κρέντιτ κραντς, δεν είχε σκάσει η φούσκα των ακινήτων και το Καστελόριζο ήταν ένα πανέμορφο νησί και όχι το σύμβολο των Μνημονίων. Και ξαφνικά, μπαμ!
Οι ειδήσεις ήταν συγκεχυμένες και συγχυσμένες. Πυροβολισμοί στα Εξάρχεια, τραυματίες στα Εξάρχεια, αστυνομία στα Εξάρχεια, ένας νεκρός στην αγκαλιά. Αδύνατον να τον αναστήσεις, αδύνατον να τον φορτωθείς. Και την άλλη μέρα η μεγάλη πορεία στη ΓΑΔΑ, δίπλα στο παλιό μου σπίτι, πήγα κι εγώ κι έφαγα δακρυγόνο και κρότου λάμψης για μια ζωή. Και ξεκίνησε εκείνο το δεκαήμερο όπου ήρθαν όλα πάνω κάτω στην Αθήνα. Τόσο πολύ ώστε να προτείνουν δύο πρωτοκλασάτοι υπουργοί να κατέβει ο στρατός στους δρόμους για να επιβάλλει την τάξη. Στο μεταξύ το κορμί του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου πάγωνε στο νεκροτομείο…
Μέρες του Δεκέμβρη και μέρες του Ιούνη. Από χτες ο Επαμεινώνδας Κορκονέας, φονιάς του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, κυκλοφορεί και πάλι ελεύθερος
γιατί το Εφετείο Λαμίας, με τέσσερεις ψήφους υπέρ έναντι τριών ψήφων
κατά (των Δικαστών Εφετών) του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου
σύννομου βίου. Αυτού που δεν του είχε αναγνωρίσει πέρυσι ο Άρειος Πάγος.
Δήλωνε τότε ο εισαγγελέας Βασίλης Πλιώτας:
«Το λευκό ποινικό μητρώο δεν συνδέεται με τη σύννομη ζωή, έτσι ώστε να χορηγηθεί το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου».
Αλλά όλα αυτά είναι λόγια τώρα πια κι ο Κορκονέας θα επιστρέψει στις ασχολίες του, έχω την εντύπωση ότι είχε αναλάβει επίτροπος σε ένα χωριό της Μεσσηνίας. Έντιμος βίος, αναμφιβόλως, άνθρωπος του Χριστού και της Παναγίας και όλων των Αγίων. Υποθέτω ότι θα παίρνει και αντίδωρο τις Κυριακές, συν την ευλογία των ιερωμένων. Και ύστερα θα πηγαίνει σπίτι του, διά τα περαιτέρω. Με τη συνείδησή του ήσυχη, δικαιωμένος από τους ενόρκους. Σ’ έναν δεύτερο θάνατο για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, που πριν λίγες μέρες θα γιόρταζε τα εικοστά ένατα γενέθλιά του…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost (29.6.2022)