Οταν ήμουνα παιδί μαζεύαμε, μαζί με την αδελφή μου, όποιο κουτσό, στραβό και γενικά δυστυχισμένο και άρρωστο γατί βλέπαμε στον δρόμο της επιστροφής απ’ το σχολείο. Το κρύβαμε στη σάκα μας και το φέρναμε λαθραία στην αυλή μας, φροντίζοντας να μην το δουν η μαμά και κυρίως ο μπαμπάς μας. Με τον καιρό –και με τη φροντίδα μας– τα γατιά συνέρχονταν και, υγιέστατα πια, έπαυαν να είναι αόρατα: Ηταν αργά πλέον για να τα διώξουν – αρκεί «να μην μπαίνουν στο σπίτι»...
Σιγά σιγά, τα γατιά εκείνα μας έδειχναν το καθένα τον χαρακτήρα του: το ένα ήταν τρυφερό, το άλλο απαιτητικό, το τρίτο ήταν ο τσαμπουκάς, το τέταρτο μίζερο – όλο του έτρωγαν οι άλλες το φαΐ του. Δεν ήταν κάποιες γάτες, αλλά οι δικές μας γάτες, ξεχωριστές η μία από την άλλη, με τον ξεχωριστό της χαρακτήρα και την ξεχωριστή της προσωπικότητα η κάθε μία, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε ανθρώπινη ομάδα.
Τα χρόνια πέρασαν και να ’μαι, συνταξιούχος πια, στο εξοχικό μας στον Μαραθώνα, όπου περνάω τον περισσότερο χρόνο μου. Πηγαίνοντας, όπως κάθε πρωί, σε μια άλλη γειτονιά να ταΐσω τη Λόλα, μια τεράστια και τρυφερούλα σκύλα, είδα να σκάνε μύτη κάποιες γάτες της γειτονιάς της Λόλας. Σιγά σιγά άρχισα να ταΐζω κι αυτές – δεν μπορούσα να τις βλέπω να κοιτάνε τη Λόλα να τρώει. Και όπως όταν ήμουνα πιτσιρικάς άρχισα να τις ξεχωρίζω μία μία – δεν ήταν πια κάποιες αδέσποτες γάτες, αλλά:
● Το γκρι τιγρέ, δειλό και χαδιάρικο κοριτσάκι, που με αφήνει να του χαϊδεύω το κεφαλάκι και γουργουρίζει από χαρά.
● Ο «μάτσο», γκρίζος και τιγρέ κι αυτός, που δεν εμπιστεύεται κανέναν και μοιράζει σφαλιάρες σ’ όποια γάτα τον πλησιάζει.
● Ο νεαρός άσπρος γκρίζος, συνήθης καρπαζοεισπράκτορας του «μάτσο», περιμένει να φάνε πρώτα όλοι ο άλλοι κι ύστερα τολμάει να φάει κι αυτός.
● Ο «αριστοκράτης» –κι αυτός τιγρέ γκρίζος– με το πλούσιο τρίχωμα, που δεν καταδέχεται να φάει από κάτω, αλλά σαλτάρει στο ανοιχτό πορτμπαγκάζ και τρώει χώνοντας την κεφάλα του στη σακούλα.
● Η γκρινιάρα νεαρή, που αρχίζει τα «μιάου μιάου» πριν ακόμα βγω από το αυτοκίνητο και που, όταν βγω με τη σακούλα στο χέρι, μπλέκεται στα πόδια μου επικίνδυνα – πώς δεν την έχω κλοτσήσει ακόμα...
● Ο «κλέφτης», ένας πορτοκαλής αλητάμπουρας από άλλη γειτονιά, που απλώς είδε φως και μπήκε: με το που ρίχνω κάτω το φαΐ, τρέχει πρώτος και καλύτερος, μη διακόπτοντας το γεύμα του ούτε κι όταν τον καρπαζώνει ο «μάτσο».
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι γάτες –όπως όλα τα ζώα και οι άνθρωποι– έχουν η κάθε μία τη δική της προσωπικότητα, τον δικό της ξεχωριστό εαυτό, τις δικές της «δουλειές» – αυτές οι γάτες, π.χ., με περιμένουν κάθε πρωί στις 10 για να φάνε. Και η κάθε μία έχει και τη δική της θέση στην κοινωνία της, όπως εμείς στη δική μας.
Τον τελευταίο καιρό διαβάζω –αργά αργά, διότι δεν είναι εύκολο– ένα βιβλίο που έχει τίτλο «Ζωόπολις – Μια πολιτική θεωρία για τα δικαιώματα των ζώων». Το έχουν γράψει δύο επιστήμονες του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κουίνς, του Καναδά: η ερευνήτρια Σου Ντόναλτσον και ο καθηγητής Φιλοσοφίας Γουίλ Κίμλικα (Εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Γρηγόρη Μολυβά, Αθήνα 2021).
Μη βάλετε τις φωνές: οι δύο συγγραφείς προτείνουν τη θέσπιση νέων, πιο προχωρημένων δικαιωμάτων για τα ζώα, απ’ ό,τι προβλέπουν οι ισχύουσες σήμερα συμβάσεις. Προτείνουν να απολαμβάνουν –τα ζώα των πόλεων– τα δικαιώματα του ανθρώπου πολίτη. Για τα (πολλά και στέρεα) επιχειρήματά τους που διατυπώνουν στο παραπάνω βιβλίο τους, θα χρειαστεί, φυσικά, να επανέλθω σύντομα.
Παναγιώτης Διαμαντής / ΕφΣυν