Του Μιχάλη Ψύλου
Aπό τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προσδώσει και δικαίως έναν σημαντικό ρόλο στην ενέργεια τόσο σε διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Στην
πραγματικότητα, η Ουάσιγκτον είχε ανέκαθεν μια μεγάλη ανησυχία για την ενεργειακή της ευπάθεια, η οποία εξαρτιόταν από τις πολιτικές επιλογές που έκαναν οι χώρες του Κόλπου.Ο φόβος αυτός κορυφώθηκε το 1973 και στη συνέχεια το 1974 όταν οι αραβικές χώρες επέβαλαν εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω της υποστήριξης των Αμερικανών στο Ισραήλ.
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει: Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει σχεδόν πλήρως αυτάρκεις τόσο στον τομέα του πετρελαίου όσο και του φυσικού αερίου, σε σημείο που μπορούμε να πούμε ότι η στρατηγική «ευπάθεια» έχει εξαφανιστεί.
Επί προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα ξεκίνησε η εκμετάλλευση σε μεγάλη κλίμακα του σχιστολιθικού πετρελαίου. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στον διπλασιασμό σχεδόν της ημερήσιας παραγωγής πετρελαίου στις ΗΠΑ από 5 εκατομμύρια βαρέλια το 2010, σε πάνω από εννιά εκατομμύρια βαρέλια το 2020. Οι σύγχρονες τεχνικές γεώτρησης επέτρεψαν επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες να αυξήσουν σημαντικά την παραγωγή φυσικού αερίου, η οποία έφτασε από 489 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2005 σε σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο κυβικά το 2020. Η ενεργειακή αυτή ανάκαμψη των Ηνωμένων Πολιτειών, εκδηλώθηκε παγκοσμίως σε διπλωματικό επίπεδο. Για παράδειγμα στις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά με το Ιράν, ενεργειακά αυτάρκης πλέον η Ουάσιγκτον μπόρεσε να πιέσει ασφυκτικά την Τεχεράνη.
Από τη δεκαετία του 80 επίσης, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να περιορίσει την εξάρτηση της Ευρώπης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Οι Αμερικανοί θεωρούν ότι η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τη Μόσχα, συνιστά απειλή για την ηγεμονία της Δύσης. Το πόσο σημαντικό είναι το ενεργειακό ζήτημα για την Ουάσιγκτον φαίνεται από την εθνική αμυντική στρατηγική που εκπονήθηκε επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ ,τον Φεβρουάριο του 2018. Η στρατηγική αυτή βασίζεται σε μια πολύ απλή ιδέα: οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εμποδίσουν τη Ρωσία, αλλά και την Κίνα να επεκτείνουν τις σφαίρες επιρροής τους σε όλη τη Δύση.
«Ευκαιρία» για τις ΗΠΑ η ρωσική εισβολή
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτέλεσε μια τεράστια ευκαιρία για τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναγκάσουν την Ευρώπη να απομακρυνθεί από την επιλογή του πιο φθηνού ρωσικού πετρελαίου σε πρώτη φάση και του φυσικού αερίου, στη συνέχεια. Όπως γράφει σε ανάλυσή του το αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs, «αυτές οι δραματικές αλλαγές έχουν επισκιάσει τον βαθύ μετασχηματισμό στο παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, επείγουσα ανάγκη μείωσης των εκπομπών CO2 έχει αναδιαμορφώσει σταδιακά την παγκόσμια ενεργειακή τάξη. Τώρα, ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία, η ενεργειακή ασφάλεια έχει επανέλθει στο προσκήνιο, εντάσσοντας την κλιματική αλλαγή ως κύριο μέλημα των υπευθύνων χάραξης πολιτικής».
Προς το παρόν, ως εναλλακτική παρουσιάζεται η αντικατάσταση των ρωσικών υδρογονανθράκων με αμερικανικές εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG . Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής της Ουάσιγκτον στον ενεργειακό τομέα θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά το παγκόσμιο σύστημα ενεργειακού εφοδιασμού, το οποίο δεν θα καθορίζεται πλέον από την αγορά, αλλά από τις γεωπολιτικές επιλογές.
Το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα ήταν αναμφίβολα, υπό πίεση ακόμη και πριν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν αποφασίσει να εισβάλει στην Ουκρανία Από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, οι αγορές ενέργειας έγιναν ήταν ακόμη πιο ασταθείς. Πολλοί αγοραστές έχουν απομακρυνθεί από το ρωσικό πετρέλαιο, ανησυχώντας για τις δυτικές τραπεζικές και οικονομικές κυρώσεις καθώς και για το πιθανό στίγμα της συναλλακτικής δραστηριότητας με τη Ρωσία. «Η Ευρώπη χαρακτήρισε τον ρωσικό πόλεμο στην Ουκρανία την 11η Σεπτεμβρίου», γράφει το Foreign Affairs και εξηγεί: «Οι τρομοκρατικές επιθέσεις εκείνης της ημέρας επέφεραν μια νέα τάξη ασφαλείας που κυριάρχησε στο διεθνές τοπίο για 20 χρόνια και εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό των παγκόσμιων υποθέσεων. Η κληρονομιά του πολέμου της Ουκρανίας θα είναι μια νέα ενεργειακή τάξη πραγμάτων, που θα προέρχεται από την Ευρώπη αλλά θα επηρεάσει και τα πιο απομακρυσμένα σημεία της παγκόσμιας οικονομίας»