Κυριακή 19 Ιουνίου 2022
Με ρωτάς, κάθε χρόνο, γιατί νιώθω περήφανος... Άφησέ με να σου πω
Με ρωτάς, κάθε χρόνο, γιατί νιώθω περήφανος. Άφησέ με να σου πω.
Γιατί οι γονείς μου, που με λάτρευαν, με ήθελαν αλλιώτικο, κι αρνιόντουσαν ένα ζωτικό κομμάτι της ψυχής μου.
Γιατί μικρός δεν τολμούσα να πω ποιος είμαι, κι έτσι πέρασα τα παιδικά μου χρόνια νιώθοντας ξένος, αποσυνάγωγος, μόνος.
Γιατί την εποχή που θέριζε το έιτζ, άκουγα να λένε, “Ο Θεός θα τους κάψει τους πούστηδες,” και “Ευτυχώς θα γλιτώσουμε απ’ τις αδερφές” – και σκεφτόμουν: για μένα λένε.
Γιατί όταν τόλμησα να δείξω ποιος είμαι στο γυμνάσιο, βρήκα στο θρανίο μου ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε ΠΟΥΣΤΑΡΑ, κολλημένο στο ξύλο με σάλιο.
Γιατί σε εκδρομή του λυκείου έβαζαν αγκάθια κάτω απ’ το σεντόνι του κρεβατιού μου.
Γιατί για χρόνια νόμιζα ότι το μόνο που μου άξιζε ήταν η δυστυχία κι η μοναξιά.
Γιατί όταν γνώρισα τον άνθρωπό μου, ο σπιτονοικοκύρης ρωτούσε επίμονα ποιος είναι, κι έλεγα “φίλος μου“. Και ντρεπόμουν φριχτά για την προδοσία.
Γιατί χρόνια μετά, όταν τόλμησα να ξεστομίσω τις τρεις πιο φυσικές λέξεις του κόσμου – “ο άντρας μου” – έγινα αντικείμενο αδιανόητου, δημόσιου διασυρμού.
Γιατί μια φωτογραφία όπου φιλιόμαστε έγινε αφορμή για μια βροχή από ύβρεις – αν δεν κρατιόμουν απ’ τα καλόκαρδα, ανθρώπινα σχόλια, θα την είχα διαγράψει, σαν κάτι βρόμικο, ντροπιαστικό.
Γιατί αν αύριο γινόμασταν γονείς, θα υπήρχαν παιδιά – αθώα, καθώς αυτά ακούνε στο σπίτι τους – που θα κορόιδευαν και θα περιθωριοποιούσαν το “παιδί των πούστηδων“.
Γιατί, μετά από τόσο αγώνα, είμαι ίσος, αλλά εσύ είσαι περισσότερο ίσος από μένα.
Η κοινωνία, και συγκεκριμένοι άνθρωποι, προσπάθησαν να με εξοντώσουν – να με αφήσουν λειψό, φοβισμένο, αποκλεισμένο. Και μολαταύτα επέζησα, κι είμαι, με όλα μου τα βάσανα, ολόκληρος κι ευτυχής.
Δεν μου αξίζει για όλα αυτά μια μέρα περηφάνιας;
(Η αγάπη πάντα περισσεύει)