του Χρήστου Ξανθάκη
Ομολογώ ότι έμεινα άφωνος (σπίτσλες, που λένε και στο Χάρβαρντ), όταν άκουσα το παραμυθάκι (φέρυ τέηλ, που λένε και στο Μπόστον Κόλετζ) για την ολιστική ζωή. Ότι, δηλαδή, σημασία δεν έχουν τα φράγκα σ’ αυτή τη γη που την πατούμε αλλά μια σφαιρική, μια ολιστική ποιότητα ζωής και υπάρχουν και η οικογένεια και οι φίλοι (φρεντς, όπως στο σήριαλ!) να μας στηρίζουν στις δύσκολες στιγμές και τέλος πάντων εδώ είναι Ελλαδάρα και τα φέρνουμε βόλτα και δεν μασάμε και από δουλειά κανένα πρόμπλεμ, κάθε βδομάδα που περνάει γεννάει δουλειές η κυβέρνηση, καλοπληρωμένες και αβασάνιστες, στη σκιά όλη μέρα και τούρμπο το ερκοντίσο!
Αυτά άκουσα με τ’ αυτάκια μου και επειδή έχω μάθει να εκφράζομαι κοσμίως, είπα να καταφύγω για μια ακόμη φορά στο υπέροχο βιβλίο «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου», δια χειρός Στέφανου Γρανίτσα, εκδόσεις «Εστία». Και πάμε ατάκα στο υποκεφάλαιο για τον Λαγό, λα τα μινόρια:
«Ο λαγός όμως; Όπου και να σταθεί, θα εύρει και έναν εχθρόν.
Δεν υπάρχει κανέν ζώον και έντομον, το οποίον να μην τον φοβίζει. Είναι άλλως τε η προσφιλής τροφή των ανθρώπων, των αετών, των αγριόγατων, των τσακαλιών, ακόμη και των φιδιών, τα οποία τον μάχονται αποτελεσματικότερα από τα άλλα ζώα. Πως νομίζετε ότι τον θανατώνουν; Κουλουριάζονται εις το σώμα του ως βραχιόλια, τον σφίγγουν δυνατά και τον σκάζουν.
…Έχει πάρει τόσον τρόμον ο ατυχής, ώστε όταν τρώγει, “αλλού είναι τα μάτια του, αλλού τ’ αυτιά του κι αλλού το στόμα του”. Ο ελληνικός λαός επιγραμμάτισεν έξοχα την δυστυχίαν του αυτήν. Ερωτά εις κάποιους στίχους, ποιος είδε ψάρι στο βουνό, καλόγερο χολάτο (μελαγχολικόν), κουνούπι με σαμάρι, ψύλλο με μουστάκια, ποιος τούτο, ποιος εκείνο
και το λαγό με ταμπουρά, την αλεπού με ρόκα;
Όταν προγκίσει ο λαγός από τον τόπο του, ημπορεί και ν’ απομακρυνθεί εις δύο ωρών απόσταση. Αλλ’ ο φόβος δεν τον αφήνει να μείνει εκεί. Επιστρέφει την ίδιαν ημέραν εις την πατρίδαν του. Τόσον τον τρομάζει ο άγνωστος τόπος, ώστε του κόσμου τα χορτάρια να απαντήσει θα γυρίσει εις τα χώματα τα οποία έχει συνηθίσει. Τόσον δε είναι βέβαιον τούτο, ώστε οι κυνηγοί λέγουν: «Ξέρω ένα λαγό στο δείνα μέρος». Τον τουφεκίζουν, τον ξανατουφεκίζουν, φεύγει, χάνεται εις άλλους λόγγους –πολλάκις στριφογυρίζει εις τα λημέρια του καθ’ όλην την διάρκειαν του κυνηγιού- αλλά το βράδυ θα έλθει εις την φωλιάν του.
…Αν ερωτάτε και δια την κοινωνικότητάν του, ίσως δεν υπάρχει ζώον αποφεύγον τόσον πολύ την παρέαν. Όταν ομιλούν περί διαλύσεως συντροφιάς ή οικογενείας, έχουν πρόχειρον την φράσιν: «Σκόρπισαν σαν του λαγού τα παιδιά», τουτέστιν δεν έμειναν δύο μαζί. Άλλως τε η μοναξιά συνοδεύει τον λαγόν από την γέννησίν του.
…Αλλ’ αφήνω τους μύθους, δια να σας πληροφορήσω ότι ο λαγός κακομαγειρεύεται εις τας Αθήνας. Το μαγείρεμά του είναι η τέχνη των τεχνών. Λάδια, ξύδια, σκόρδα, κρεμμύδια, δαφνόκλαδα, κανέλλα, πρέπει να είναι υπολογισμένα μέχρι κόκκου. Λέγεται ότι η αλεπού, παρακολουθούσα κάποτε μακρόθεν το μαγείρεμα του λαγού, είπε:
“Να σε πάρει η οργή του Θεού! Τη ζημιά που δεν κάνεις ζωντανός, την κάνεις πεθαμένος”.»