Τα νούμερα πρώτα, για να ξέρουμε και περί τίνος πρόκειται. Όσον αφορά, λοιπόν, στους αριθμούς, μαθαίνουμε από την ΕΛΣΤΑΤ ότι οι πωλήσεις των εφημερίδων μειώθηκαν κατά -4,1 % τη χρονιά που μας πέρασε. Το οποίον δεν μοιάζει τόσο δραματικό όσο το -18,4 % που καταγράφηκε το 2020, αλλά και πάλι καταστροφή είναι. Διότι στο δια ταύτα, το συμπέρασμα έχει ως εξής:
Όχι μόνο δεν πήραν πίσω οι εφημερίδες τις απώλειες του 2020, αλλά «μπήκαν μέσα» ακόμη περισσότερο την περυσινή χρονιά.
Οι αιτίες πολλές. Για μένα η σημαντικότερη, και το έχω γράψει πολλές φορές, είναι το τζαμπατζιλίκι του ίντερνετ
την ώρα που τα φύλλα κοστίζουν καθημερινά από ένα ως ενάμιση ευρώ.
Θέλεις, δηλαδή, ένα πενηντάρι το μήνα πάνω κάτω για να διαβάσεις μία
εφημερίδα, ενώ με μια αντίστοιχη συνδρομή (και πολλά λέω…) σε ένα πάροχο
δικτύου, μπορείς να έχεις όλη την ειδησεογραφία στα χέρια σου, συν μέσα
κοινωνικής δικτύωσης, συν γιουτούμπι, συν ένα σκασμό ιστοσελίδες για
ποικίλα ενδιαφέροντα. Διαφωνεί ο φίλος μου ο Αντρέας, που λέει ότι
μεγάλο μέρος της ευθύνης φέρουν οι νεόκοποι, και άσχετοι με το χώρο εκδότες,
αλλά νομίζω ότι δεν είναι θέμα ταιριάσματος και οράματος. Μη
λησμονούμε, άλλωστε, και περιπτώσεις τύπου Μπόμπολα ή Βουδούρη, στο όχι
και τόσο μακρινό παρελθόν…
Αλλά ήτανε στραβό το κλίμα, το ‘φαγε κι ο
γάιδαρος. Η κυβέρνηση με τα μεγάλα αυτιά, που έχει αφήσει τις εφημερίδες
στο έλεος του Θεού, καθώς δεν τις ελέγχει εξ ολοκλήρου. Πρώτα κατήργησε
εκείνο το διακοσάρι χιλιάδες που είχε εγκριθεί επί ΣΥΡΙΖΑ για την
ενίσχυση των φύλλων, ύστερα δήλωσε ότι θα το αντικαταστήσει με κάτι πολύ
καλύτερο και στο τέλος υποσχέθηκε τον περασμένο μήνα ο Οικονόμου στην
ΕΣΗΕΑ, ότι εντός του Μαΐου θα ανακοινώσει η κυβέρνηση δέσμη μέτρων για
τη στήριξη του Τύπου. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!