Ο πελάτης από την Κόλαση που παραγγέλνει μια χωριάτικη και φέρεται σα γαϊδούρι στο γκαρσόνι, είναι η άλλη όψη του νομίσματος του εργοδότη που ψάχνει σκλάβους. Δυστυχώς και για τους δύο τα πράγματα αλλάζουν.
H Έλενα Ακρίτα γράφει στο News247 για τις γαλέρες του τουρισμού:
"Στις γαλέρες του τουρισμού ξύπνησαν οι σκλάβοι, Αντωνάκη
Ο Μπεν Χουρ ήταν ένας ευγενής και πλούσιος Εβραίος – με έμφαση στο Εβραίος – κι είχε κολλητό έναν ευγενή και πλούσιο Ρωμαίο – με έμφαση στο Ρωμαίος. Και τέλος πάντων αυτοί κουβέντα στην κουβέντα αρπάχτηκαν. Κι αντί να πούνε έλα ρε συ ντροπή τόσα χρόνια φίλοι κι αν είπαμε και καμιά μαλακία παραπάνω νερό κι αλάτι, ο Ρωμαίος έστειλε τον Εβραίο στις γαλέρες γιατί τόσος ήτανε ο σιχαμένος, αλλά τι να πεις άμα δεν έχεις ανατροφή από το σπίτι σου μην τα περιμένουμε όλα από το σχολείο.
Και να μη σου τα πολυλογώ, οι γαλέρες τότε ήταν ο πυλώνας του Τουρισμού γιατί έκαναν μεταφορές από και προς αεροδρόμιο για τα πεντάστερα. Κι απάνω στο ντεκ ήταν μια ομορφιά, μια μαγεία, ξύλο μαόνι, ξαπλώστρες και κοκτέιλ με ομπρελάκια για τους τουρίστες, ένα ηλιοβασίλεμα μα ένα ηλιοβασίλεμα.
Τους πελάτες τους σερβίρανε κάτι γελαστοί που ό,τι και να τους έκανες, ό,τι και να τους έλεγες, αυτοί χαμογελούσαν.
Τους έβριζες, χαμογελούσαν.
Τους έσπρωχνες, τους πλάκωνες, τους κλώτσαγες, αυτοί χαμογελούσαν.
Σταθερά κι αμετακίνητα.
Όταν τέλειωνε η βάρδια τους, οι γελαστοί πήγαιναν στο αμπάρι της γαλέρας και κωπηλατούσαν. Πώς λέμε τραβούσαν κούπι; Αυτό. Στην κυριολεξία.
Κάτω ήταν σκοτεινά, ανήλιαγα, καμίνι που έβραζε και οι γελαστοί κωπηλατούσαν μερόνυχτα ολόκληρα μέχρι να πεθάνουν.
Όταν αυτοί πέθαιναν, βάζαν άλλους γελαστούς στη θέση τους.
Μέχρι να πεθάνουν κι αυτοί.
Οι σκλάβοι είχαν επιστάτες με βούρδουλες κι όποιος τολμούσε να πάρει μισή ανάσα, μισή λέμε μισή, τον μαστίγωναν έως θανάτου.
Αξέχαστα χρόνια.
Στις γαλέρες του τουρισμού, υπάρχουν 50.000 κενές θέσεις εργασίας. ‘'Εργασίας" τρόπος του λέγειν. Ο Έλληνας ο νέος ο τεμπελχανάς, ο καλοπερασάκιας, ο ωχαδερφιστής αντί να στρώσει τον κώλο του να δουλέψει 14-15 ώρες την ημέρα, εφτά ημέρες την εβδομάδα χωρίς ρεπό, χωρίς ανάσα, μήνες ολόκληρους, κάθεται και γκρινιάζει ότι δεν υπάρχουν δουλειές.
Ο αλήτης.
Που τα περιμένει όλα έτοιμα, όλα στο χέρι ου να μου χαθεί.
Μια εργαζόμενη λέει από την υπερκόπωση, έπαθε ανακοπή και πέθανε.
Ου να μου χαθεί.
Απορούν και εξίστανται οι ξενοδόχοι που δεν κάνουν ουρές οι νέοι για να πουληθούν οικειοθελώς στα σκλαβοπάζαρα της βαριάς μας βιομηχανίας. Χωρίς ωράρια εργασίας, χωρίς στοιχειωδώς αξιοπρεπείς μισθούς, χωρίς συμβάσεις.
Να τρώνε από τα αποφάγια, να κοιμούνται σε κοντέινερς ή σε κάτι υπόγειες τρύπες που νοικιάζουν ιδιοκτήτες που τα σπίτια τους βρίσκονται μακριά από τις τουριστικές ατραξιόν του νησιού.
Νοίκια υπέρογκα που τα μοιράζονται τα νέα παιδιά για να στριμώχνονται σαν τις σαρδέλες, σε τρώγλες χωρίς κλιματισμό, χωρίς παράθυρο, χωρίς ευπρεπείς συνθήκες υγιεινής.
Πάλι καλά που δεν τους δένουν στην αυλή στο σπιτάκι του σκύλου δηλαδή.
Γαλέρες.
Γαλέρες με το μήνα.
Έδωσε ένα 50άρικο αύξηση ο Μητσοτάκης, αποκρύπτοντας επιμελώς το ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην ΕΕ που ο βασικός της μισθός είναι χαμηλότερος από του 2009-2010.
Βγήκε και κορδώθηκε στις τηλεοράσεις να πλασάρει το φιλοδώρημα τύπου και χάρη σας κάνω. Λες κι ο μισθός είναι δώρο κι όχι αμοιβή εργασίας. Λες και δίνει πουρμπουάρ, παιδί πάρε να πιείς μια μπίρα στην υγειά μου.
Η κυβέρνηση σού κλέβει το πορτοφόλι κι απ’ τα κλεμμένα βγάζει και σου δίνει ένα πεντάευρω χαρτζιλίκι. Ο κλέφτης αυτό. Στο θύμα.
Φέτος αλλάξανε τα πράγματα. Οι γαλέρες μείναν αγκυροβολημένες στο λιμάνι. Τα κουπιά σαπίζουν κι οι τουρίστες βρίσκονται στη μέση του πουθενά.
Θα έρθει τώρα ο άλλος τώρα να μου πει. Καλά δεν ντρέπεσαι, δυο χρόνια με τον κορονοϊό καταστράφηκαν τουριστικές επιχειρήσεις κι εσύ χαίρεσαι που οι νέοι μας αρνούνται να κωπηλατούν έως θανάτου;
Το μαγαζάκι του δουλέμπορου να καταστραφεί, εμείς για τους άλλους νοιαζόμαστε. Τους εργοδότες που σέβονται τον εργαζόμενο και που εκτός από έναν ξερό μισθό τού προσφέρουν αξιοπρέπεια, ανάπαυση, ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς. Και μακάρι να μάθουμε ποιοι είναι για να τους επισκεφτούμε και να τους υποστηρίξουμε.
Όχι κύριοι, δεν θα έρθουν στο στάβλο σας, μη χτυπιέστε ξύπνησαν οι σκλάβοι, Αντωνάκη. Θα απαιτήσουν τα νόμιμα δικαιώματα τους ακόμα και οι εργαζόμενοι που τα πολέμησαν στο παρελθόν: που - όταν οι συνάδελφοί τους μιλούσαν για συνδικαλισμό - απαντούσαν "μπα βρίσκω δουλειά εγώ, τα δυο μου χέρια να ‘ναι καλά".
Όσο για σένα πελάτη από την Κόλαση που παραγγέλνεις μια χωριάτικη και φέρεσαι σα γαϊδούρι στο γκαρσόνι, έλα να σου πω και σένα δυο λογάκια.
Ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο.
Ειδικά ο μαλάκας."
Ο Μπεν Χουρ ήταν ένας ευγενής και πλούσιος Εβραίος – με έμφαση στο Εβραίος – κι είχε κολλητό έναν ευγενή και πλούσιο Ρωμαίο – με έμφαση στο Ρωμαίος. Και τέλος πάντων αυτοί κουβέντα στην κουβέντα αρπάχτηκαν. Κι αντί να πούνε έλα ρε συ ντροπή τόσα χρόνια φίλοι κι αν είπαμε και καμιά μαλακία παραπάνω νερό κι αλάτι, ο Ρωμαίος έστειλε τον Εβραίο στις γαλέρες γιατί τόσος ήτανε ο σιχαμένος, αλλά τι να πεις άμα δεν έχεις ανατροφή από το σπίτι σου μην τα περιμένουμε όλα από το σχολείο.
Και να μη σου τα πολυλογώ, οι γαλέρες τότε ήταν ο πυλώνας του Τουρισμού γιατί έκαναν μεταφορές από και προς αεροδρόμιο για τα πεντάστερα. Κι απάνω στο ντεκ ήταν μια ομορφιά, μια μαγεία, ξύλο μαόνι, ξαπλώστρες και κοκτέιλ με ομπρελάκια για τους τουρίστες, ένα ηλιοβασίλεμα μα ένα ηλιοβασίλεμα.
Τους πελάτες τους σερβίρανε κάτι γελαστοί που ό,τι και να τους έκανες, ό,τι και να τους έλεγες, αυτοί χαμογελούσαν.
Τους έβριζες, χαμογελούσαν.
Τους έσπρωχνες, τους πλάκωνες, τους κλώτσαγες, αυτοί χαμογελούσαν.
Σταθερά κι αμετακίνητα.
Όταν τέλειωνε η βάρδια τους, οι γελαστοί πήγαιναν στο αμπάρι της γαλέρας και κωπηλατούσαν. Πώς λέμε τραβούσαν κούπι; Αυτό. Στην κυριολεξία.
Κάτω ήταν σκοτεινά, ανήλιαγα, καμίνι που έβραζε και οι γελαστοί κωπηλατούσαν μερόνυχτα ολόκληρα μέχρι να πεθάνουν.
Όταν αυτοί πέθαιναν, βάζαν άλλους γελαστούς στη θέση τους.
Μέχρι να πεθάνουν κι αυτοί.
Οι σκλάβοι είχαν επιστάτες με βούρδουλες κι όποιος τολμούσε να πάρει μισή ανάσα, μισή λέμε μισή, τον μαστίγωναν έως θανάτου.
Αξέχαστα χρόνια.
Στις γαλέρες του τουρισμού, υπάρχουν 50.000 κενές θέσεις εργασίας. ‘'Εργασίας" τρόπος του λέγειν. Ο Έλληνας ο νέος ο τεμπελχανάς, ο καλοπερασάκιας, ο ωχαδερφιστής αντί να στρώσει τον κώλο του να δουλέψει 14-15 ώρες την ημέρα, εφτά ημέρες την εβδομάδα χωρίς ρεπό, χωρίς ανάσα, μήνες ολόκληρους, κάθεται και γκρινιάζει ότι δεν υπάρχουν δουλειές.
Ο αλήτης.
Που τα περιμένει όλα έτοιμα, όλα στο χέρι ου να μου χαθεί.
Μια εργαζόμενη λέει από την υπερκόπωση, έπαθε ανακοπή και πέθανε.
Ου να μου χαθεί.
Απορούν και εξίστανται οι ξενοδόχοι που δεν κάνουν ουρές οι νέοι για να πουληθούν οικειοθελώς στα σκλαβοπάζαρα της βαριάς μας βιομηχανίας. Χωρίς ωράρια εργασίας, χωρίς στοιχειωδώς αξιοπρεπείς μισθούς, χωρίς συμβάσεις.
Να τρώνε από τα αποφάγια, να κοιμούνται σε κοντέινερς ή σε κάτι υπόγειες τρύπες που νοικιάζουν ιδιοκτήτες που τα σπίτια τους βρίσκονται μακριά από τις τουριστικές ατραξιόν του νησιού.
Νοίκια υπέρογκα που τα μοιράζονται τα νέα παιδιά για να στριμώχνονται σαν τις σαρδέλες, σε τρώγλες χωρίς κλιματισμό, χωρίς παράθυρο, χωρίς ευπρεπείς συνθήκες υγιεινής.
Πάλι καλά που δεν τους δένουν στην αυλή στο σπιτάκι του σκύλου δηλαδή.
Γαλέρες.
Γαλέρες με το μήνα.
Έδωσε ένα 50άρικο αύξηση ο Μητσοτάκης, αποκρύπτοντας επιμελώς το ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην ΕΕ που ο βασικός της μισθός είναι χαμηλότερος από του 2009-2010.
Βγήκε και κορδώθηκε στις τηλεοράσεις να πλασάρει το φιλοδώρημα τύπου και χάρη σας κάνω. Λες κι ο μισθός είναι δώρο κι όχι αμοιβή εργασίας. Λες και δίνει πουρμπουάρ, παιδί πάρε να πιείς μια μπίρα στην υγειά μου.
Η κυβέρνηση σού κλέβει το πορτοφόλι κι απ’ τα κλεμμένα βγάζει και σου δίνει ένα πεντάευρω χαρτζιλίκι. Ο κλέφτης αυτό. Στο θύμα.
Φέτος αλλάξανε τα πράγματα. Οι γαλέρες μείναν αγκυροβολημένες στο λιμάνι. Τα κουπιά σαπίζουν κι οι τουρίστες βρίσκονται στη μέση του πουθενά.
Θα έρθει τώρα ο άλλος τώρα να μου πει. Καλά δεν ντρέπεσαι, δυο χρόνια με τον κορονοϊό καταστράφηκαν τουριστικές επιχειρήσεις κι εσύ χαίρεσαι που οι νέοι μας αρνούνται να κωπηλατούν έως θανάτου;
Το μαγαζάκι του δουλέμπορου να καταστραφεί, εμείς για τους άλλους νοιαζόμαστε. Τους εργοδότες που σέβονται τον εργαζόμενο και που εκτός από έναν ξερό μισθό τού προσφέρουν αξιοπρέπεια, ανάπαυση, ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς. Και μακάρι να μάθουμε ποιοι είναι για να τους επισκεφτούμε και να τους υποστηρίξουμε.
Όχι κύριοι, δεν θα έρθουν στο στάβλο σας, μη χτυπιέστε ξύπνησαν οι σκλάβοι, Αντωνάκη. Θα απαιτήσουν τα νόμιμα δικαιώματα τους ακόμα και οι εργαζόμενοι που τα πολέμησαν στο παρελθόν: που - όταν οι συνάδελφοί τους μιλούσαν για συνδικαλισμό - απαντούσαν "μπα βρίσκω δουλειά εγώ, τα δυο μου χέρια να ‘ναι καλά".
Όσο για σένα πελάτη από την Κόλαση που παραγγέλνεις μια χωριάτικη και φέρεσαι σα γαϊδούρι στο γκαρσόνι, έλα να σου πω και σένα δυο λογάκια.
- Να είσαι ευγενικός. Ο σερβιτόρος δεν είναι υπηρέτης σου.
- Να μην ουρλιάζεις επειδή άργησε πέντε λεπτά η παραγγελία σου, ο άνθρωπος έχει άλλες είκοσι στο κεφάλι του.
- Αν κατά λάθος αντί για μελιτζανοσαλάτα σού φέρει βλίτα, οκ δεν είναι όλοι αλάνθαστοι όπως εσύ, μίλα ωραία.
- Να λες ευχαριστώ-παρακαλώ.
- Να αφήνεις καλό φιλοδώρημα.
- Η κοπέλα που σε εξυπηρετεί δεν "ψάχνεται". Η κοπέλα που σε εξυπηρετεί εργάζεται για να βγάλει το ψωμί της.
Ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο.
Ειδικά ο μαλάκας."