του Χρήστου Ξανθάκη
Κανονικά τώρα, αν ήθελα να τιμήσω τις προτεραιότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, θα έπρεπε να γράφω για τη μπούφλα του Γουίλ Σμιθ στον Κρις Ροκ, για την αντίδραση της Νικόλ Κίντμαν που έγινε βάιραλ (βάιραλ!) και για τη μυστηριώδη σχέση του Σμιθ με τη σύζυγό του, που δεν είναι σχέση ακριβώς, γιατί και ο μεν και η δε έχουν εξωσυζυγικές περιπέτειες και το στύβουν το λεμόνι con gusto.
Ειλικρινά όμως, τα καμώματα ανθρώπων που σκέφτονται με το κάτω και όχι με το πάνω κεφάλι, δεν με πολυαφορούν. Ιδίως όταν πρόκειται για πολυεκατομμυριούχους, που το βράδυ στο σπιτάκι τους θα έχουν αναμμένους όλους τους πολυελαίους και το θερμοσίφωνο τσίτα φορ εν άφτερ πάρτυ σάουερ και όσο για θέρμανση δεν το συζητώ καν. Μια φούντωση, μια φλόγα, που έλεγε και ο άλλος στο άσμα…
Εν τω μεταξύ στην Ελλαδάρα, ο Μάρτης, ο γδάρτης αναδείχθηκε για μια ακόμη φορά και παλουκοκαύτης. Μέχρι προχτές που βγήκε δειλά ο ήλιος να μας πει καλησπέρα (και ξαναμπήκε γρήγορα στο καβούκι του, πολύ θάρρος πήρατε…), τουρτουρίζανε ο μέσος Έλληνας και η μέση Ελληνίδα μέσα στους τέσσερις τοίχους. Σε φάση κινηματογραφική κι αυτοί, κλασικά μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα:
Βάνω καλοριφέρ και ερκοντίσιο; Με μπιστολίζει ο πάροχος!
Δεν βάνω καλοριφέρ και ερκοντίσιο; Μπαίνω στον πάγο, σαν τον Γουόλτ Ντίσνεϋ!
Και πάλι καλά να λέμε που βγήκε η κυβέρνηση και δήλωσε ότι θα φορολογήσει τα υπερκέρδη των εταιρειών ενέργειας. Νόμος και τάξη κυρίες και κύριοι, δεν θα μπορεί ο κάθε μπαταξής να κάνει ό,τι γουστάρει στο μαγαζί. Εντάξει, δεν λέω, κάποιοι πάροχοι ενέργειας χρωστάνε μια πεντακοσαρού μύρια στους Δήμους (με τον Δήμο Αθηναίων να τρέχει ήδη στα δικαστήρια…), αλλά προφανώς πρόκειται για παρεξήγηση και λάθος συνεννόηση. Μόλις αποκατασταθούν οι δίαυλοι επικοινωνίας, είμαι απολύτως σίγουρος ότι θα μπουν τα πράγματα στη θέση τους!
Επί τη ευκαιρία, πάντως, θα ήθελα να παραθέσω ένα παραμυθάκι από το εκλεκτό βιβλίο «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» (δια χειρός Στέφανου Γρανίτσα, εκδόσεις «Εστίας»), που πάντοτε βρίσκει το στόχο, ανεξαρτήτως εποχής και διακυβεύματος. Βάλτε στη θέση της πεθεράς τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας και στη θέση της νύφης τους καταναλωτές και όλα θα μπουν στη θέση τους:
«Η πεθερά λοιπόν, που εβασάνιζε τη νύφη της, έδωκε σ’ αυτήν ένα πρωί μαύρα μαλλιά για να πάει στη βρύση να τα πλύνει, όσο το δυνατόν να γίνουν άσπρα.- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
- Μπορεί, μάνα, τα μαύρα μαλλιά να γίνουν άσπρα;…
- Μπορεί και παραμπορεί… Η άξια γυναίκα όλα τα μπορεί…
Η νύφη πήρε τα μαύρα μαλλιά και πήγε στη βρύση. Έπλυνε, ξέβγανε αλλά τα μαλλιά έβγαιναν πάντα μαύρα. Έφτασε το βράδυ κι η νύφη απόκαμε:
- Τώρα, είπε, τι να κάμω;… Όπου κι αν είναι θα κουβαληθεί ο Ιούδας εδώ και θα με γέψει… Λυπήσου με, Παναγία μου, κάνε με έν’ αγρίμι να την πνίξω άμα έρθει να με βασανίσει…
Η Παναγία την εψυχοπόνεσε και την έκαμε Αρκούδα.
- Τώρα, Παναγιά μου, είπε, και σου την σιγυρίζω…
Παραμέρισε σε μια κουφάλα και περίμενε την πεθερά της. Εκείνη και καθώς δεν είδε τη νύφη της δίπλα στα κανάλια, πήρε ένα ξύλο κι άρχισε να ψάχνει δεξιά και αριστερά στα πλατάνια. Την ώρα όμως που η Αρκούδα ήταν έτοιμη να της ριχθεί και να την σχίσει, εκείνη επρόλαβε και φώναξε:
- Αχ ετούτο τα’ αγρίμι έφαγε τη νυφούλα μου…
Κι έβαλε τα κλάματα, ώστε η Αρκούδα είδε η θάρρεψε πως την πονούσε στ’ αλήθεια. Κι έτσι δεν την επείραξε, αλλά έφυγε στα βουνά».