Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δημιουργεί νέα πολιτικά δεδομένα. Και το κάνει σε τρεις κυρίαρχες διαστάσεις.
Η πρώτη αφορά στην προβληματική ρητορική Πούτιν. Η οποία μέσω των διατυπώσεων περί «ιστορικών λαθών» αποτυπώνει με σαφήνεια την αναθεωρητική του στρατηγική, αμφισβητώντας το διεθνές δίκαιο, τις διεθνείς συνθήκες και τα σύνορα. Ρητορική που βρίσκεται σε πλήρη αντιστοίχιση με τις διαχρονικές αξιώσεις του Ερντογάν σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων, της κυριαρχίας, των δικαιωμάτων μας, αλλά και των πάγιων ελληνικών θέσεων στα διμερή μας ζητήματα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, φυσικά, δεν ανατρέπει την εθνική μας στρατηγική. Η διάσταση αυτή ωστόσο, είναι εκείνη που οφείλει να διαμορφώνει με τον πλέον καθαρό τρόπο τη στάση της Ελλάδας. Με το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες. Με την Ουκρανία, απέναντι σε κάθε μορφή αναθεωρητισμού. Χωρίς «ναι μεν αλλά» και αστερίσκους.
Η δεύτερη αφορά στο ρόλο της Ευρώπης. Όπου η ρωσική εισβολή, μέσα στην ανυπολόγιστη ανθρωπιστική της καταστροφή, δίνει την ευκαιρία σε μία μέχρι πρότινος «υπνωτισμένη» και γεωπολιτικά απαξιωμένη Ένωση, να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της στην κατεύθυνση της πολιτικής της ομογενοποίησης. Η αρχικά αποφασιστική και συντεταγμένη στάση στους άξονες της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, έδωσε τη θέση της στις πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που – μετά από τις πιέσεις Γερμανίας και Ολλανδίας – απορρίπτουν την αμοιβαιοποίηση των υποχρεώσεων, την προοπτική του ευρωομολόγου και κατά συνέπεια την ενιαία λήψη μέτρων για τη διαχείριση των οικονομικών προεκτάσεων της κρίσης. Αποδεικνύοντας στην πράξη πως ο δρόμος για την πολιτική ενοποίηση της Ένωσης είναι ακόμα μακρύς. Αλλά και πως οι εστιασμένες μας διεκδικήσεις, ώστε οι δαπάνες στήριξης της οικονομίας να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του ελλείμματος και να εξαλειφθούν οι υποχρεώσεις για πλεονάσματα το 2023, πρέπει να ενταθούν.
Η τρίτη αφορά στα εγχώρια. Ο πληθωρισμός του Δεκεμβρίου στο 5.1%, του Ιανουαρίου στο 6.2% και του Φεβρουαρίου στο 7.2%, αποδεικνύει πως το αφήγημα περί της αποκλειστικής συσχέτισης της ακρίβειας και των ανατιμήσεων με την κρίση στην Ουκρανία δεν ευσταθεί. Φυσικά και ο πόλεμος επιδεινώνει τη δυσμενή οικονομική συγκυρία και τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι στην Ελλάδα ξεκινήσαμε τώρα να συζητούμε, ουσιαστικά, για την αναγκαία παρέμβαση στήριξης εκείνων που πλήττονται βάναυσα από τις συνέπειες της. Και είναι ήδη αργά.
Αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, στην αύξηση του κατώτατου μισθού. Τον Μάιο, όπως προβλέπουν οι κυβερνητικές εξαγγελίες θα έχει ήδη μετακυληθεί όλο το βάρος της κρίσης στα λαϊκά εισοδήματα. Καμία μείωση στον ΦΠΑ στα τρόφιμα και τα βασικά αγαθά, ή στον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα, όπως έχουν κάνει δεκάδες, πλέον, χώρες στην Ευρώπη. Χωρίς ρύθμιση για πλαφόν τιμής στην ενέργεια, ή για να πιεστούν οι πάροχοι να απορροφήσουν μέρος του ενεργειακού κόστους.
Και μάλιστα, την ώρα που ο σταθερός ΦΠΑ επί των αυξημένων τιμών έχει αποδώσει πάνω από μισό δις ευρώ στα κρατικά ταμεία. Την ώρα που βρέθηκε ο δημοσιονομικός χώρος για ελάφρυνση του φόρου κληρονομιάς για περιουσίες άνω των 800.000 ευρώ αλλά και για την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ για ακίνητη περιουσία άνω των 250.000 ευρώ. Πολιτικές επιλογές που καταδεικνύουν προτεραιότητες και σκοπιμότητες.
Η πολυσύνθετη κρίση που βιώνουμε διαμορφώνει μπροστά μας νέες προκλήσεις. Αυτές αξιολογούν τις ηγεσίες. Και αυτές απαιτούν σοβαρότητα, υπευθυνότητα αλλά και δράσεις παρεμβατικές, με κοινωνικό πρόσημο, εμπροσθοβαρή χαρακτήρα, συνέπεια, συγκεκριμένες προτάσεις, τεκμηριωμένο πολιτικό λόγο. Αυτός είναι ο δρόμος που έχει επιλέξει το ΠΑΣΟΚ και το Κίνημα Αλλαγής. Δρόμος που δίνει διέξοδο έκφρασης στους προοδευτικούς πολίτες, απέναντι στη λογική των κακοστημένων τεχνητών διπόλων. Δρόμος ικανός να ανατρέψει τους πολιτικούς συσχετσιμούς.
Η πρώτη αφορά στην προβληματική ρητορική Πούτιν. Η οποία μέσω των διατυπώσεων περί «ιστορικών λαθών» αποτυπώνει με σαφήνεια την αναθεωρητική του στρατηγική, αμφισβητώντας το διεθνές δίκαιο, τις διεθνείς συνθήκες και τα σύνορα. Ρητορική που βρίσκεται σε πλήρη αντιστοίχιση με τις διαχρονικές αξιώσεις του Ερντογάν σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων, της κυριαρχίας, των δικαιωμάτων μας, αλλά και των πάγιων ελληνικών θέσεων στα διμερή μας ζητήματα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, φυσικά, δεν ανατρέπει την εθνική μας στρατηγική. Η διάσταση αυτή ωστόσο, είναι εκείνη που οφείλει να διαμορφώνει με τον πλέον καθαρό τρόπο τη στάση της Ελλάδας. Με το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες. Με την Ουκρανία, απέναντι σε κάθε μορφή αναθεωρητισμού. Χωρίς «ναι μεν αλλά» και αστερίσκους.
Η δεύτερη αφορά στο ρόλο της Ευρώπης. Όπου η ρωσική εισβολή, μέσα στην ανυπολόγιστη ανθρωπιστική της καταστροφή, δίνει την ευκαιρία σε μία μέχρι πρότινος «υπνωτισμένη» και γεωπολιτικά απαξιωμένη Ένωση, να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της στην κατεύθυνση της πολιτικής της ομογενοποίησης. Η αρχικά αποφασιστική και συντεταγμένη στάση στους άξονες της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, έδωσε τη θέση της στις πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που – μετά από τις πιέσεις Γερμανίας και Ολλανδίας – απορρίπτουν την αμοιβαιοποίηση των υποχρεώσεων, την προοπτική του ευρωομολόγου και κατά συνέπεια την ενιαία λήψη μέτρων για τη διαχείριση των οικονομικών προεκτάσεων της κρίσης. Αποδεικνύοντας στην πράξη πως ο δρόμος για την πολιτική ενοποίηση της Ένωσης είναι ακόμα μακρύς. Αλλά και πως οι εστιασμένες μας διεκδικήσεις, ώστε οι δαπάνες στήριξης της οικονομίας να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του ελλείμματος και να εξαλειφθούν οι υποχρεώσεις για πλεονάσματα το 2023, πρέπει να ενταθούν.
Η τρίτη αφορά στα εγχώρια. Ο πληθωρισμός του Δεκεμβρίου στο 5.1%, του Ιανουαρίου στο 6.2% και του Φεβρουαρίου στο 7.2%, αποδεικνύει πως το αφήγημα περί της αποκλειστικής συσχέτισης της ακρίβειας και των ανατιμήσεων με την κρίση στην Ουκρανία δεν ευσταθεί. Φυσικά και ο πόλεμος επιδεινώνει τη δυσμενή οικονομική συγκυρία και τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι στην Ελλάδα ξεκινήσαμε τώρα να συζητούμε, ουσιαστικά, για την αναγκαία παρέμβαση στήριξης εκείνων που πλήττονται βάναυσα από τις συνέπειες της. Και είναι ήδη αργά.
Αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, στην αύξηση του κατώτατου μισθού. Τον Μάιο, όπως προβλέπουν οι κυβερνητικές εξαγγελίες θα έχει ήδη μετακυληθεί όλο το βάρος της κρίσης στα λαϊκά εισοδήματα. Καμία μείωση στον ΦΠΑ στα τρόφιμα και τα βασικά αγαθά, ή στον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα, όπως έχουν κάνει δεκάδες, πλέον, χώρες στην Ευρώπη. Χωρίς ρύθμιση για πλαφόν τιμής στην ενέργεια, ή για να πιεστούν οι πάροχοι να απορροφήσουν μέρος του ενεργειακού κόστους.
Και μάλιστα, την ώρα που ο σταθερός ΦΠΑ επί των αυξημένων τιμών έχει αποδώσει πάνω από μισό δις ευρώ στα κρατικά ταμεία. Την ώρα που βρέθηκε ο δημοσιονομικός χώρος για ελάφρυνση του φόρου κληρονομιάς για περιουσίες άνω των 800.000 ευρώ αλλά και για την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ για ακίνητη περιουσία άνω των 250.000 ευρώ. Πολιτικές επιλογές που καταδεικνύουν προτεραιότητες και σκοπιμότητες.
Η πολυσύνθετη κρίση που βιώνουμε διαμορφώνει μπροστά μας νέες προκλήσεις. Αυτές αξιολογούν τις ηγεσίες. Και αυτές απαιτούν σοβαρότητα, υπευθυνότητα αλλά και δράσεις παρεμβατικές, με κοινωνικό πρόσημο, εμπροσθοβαρή χαρακτήρα, συνέπεια, συγκεκριμένες προτάσεις, τεκμηριωμένο πολιτικό λόγο. Αυτός είναι ο δρόμος που έχει επιλέξει το ΠΑΣΟΚ και το Κίνημα Αλλαγής. Δρόμος που δίνει διέξοδο έκφρασης στους προοδευτικούς πολίτες, απέναντι στη λογική των κακοστημένων τεχνητών διπόλων. Δρόμος ικανός να ανατρέψει τους πολιτικούς συσχετσιμούς.
* Ο Ν. Χριστοδουλάκης είναι Γραμματέας του Κινήματος Αλλαγής - Το άρθρο του είναι από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (15.3.2022)