του Χρήστου Ξανθάκη
Πήγα στη Γιάμαλη την περασμένη Πέμπτη, βγήκα, τα είπα, μπορεί να τα ‘πα καλά, μπορεί να τα ‘πα και σκάρτα. Δικό σας, που λένε και στα μπουζούκια. Τελειώσαμε, χαιρέτησα, μπήκα στο τουτού, να
πάω από Ομόνοια, να πάω από Φραντζή, θα πάω από Ομόνοια. Βίρα τις άγκυρες.Κατέβαινα την Πειραιώς, είδα κλούβα Ματατζίδικη στο καινούριο μουσείο Μπενάκη, συν τέσσερα περιπολικά, ίου, ίου. Γύρευε τι ψάχνανε και τι κάνανε.
Μπήκα στην Ομόνοια χαλαρός, χωρίς πολλά γκάζια. Ελάχιστα φώτα, κόσμος μηδέν, ανοιχτό μόνο το περίπτερο στην Αθηνάς και κάτι άλλο είδα λίγο πιο πέρα. Λέω, θα κάνω ένα γύρο. Με παράκαμψη δηλαδή, γιατί δεν ξέρω αν σας το έχω πει οι εξυπνάδες των δημαρχούκων την κάνανε τετράγωνη την πλατεία από στρογγυλή. Μπορεί και πεντάγωνη, άμα σηκώσω το ντρόουν θα σας ενημερώσω.
Έκοψα από κάτω, από Σταδίου, ξαναμπήκα από Πανεπιστημίου, το φως που είχα δει ήταν ένα τυροπιτάδικο ορθίων, εκεί προς Τρίτης Σεπτεμβρίου. Και τίποτε άλλο!
Το ξαναγράφω για όσους και όσες περάσανε έστω ένα ξενύχτικο πεντάλεπτο στην Ομόνοια:
Και τίποτε άλλο!
Όλα κλειστά, όλα σφαλισμένα, όλα μουγκά. Η κάποτε πιο πολύβουη
πλατεία της Αθήνας, η πλατεία που ήταν ζωντανή εικοσιτέσσερις ώρες το
εικοσιτετράωρο, η πλατεία Ομονοίας χαμός γίνεται, ήτανε πιο ψόφια κι από μπακαλιάρο στον πάγκο του ιχθυοπωλείου. Στο πεζοδρόμιο να έσκυβες, να κόλλαγες το αυτί σου στις πλάκες, δεν θα άκουγες τον παραμικρό σφυγμό.
Η πιάτσα έχει πεθάνει…
Κι έχει μια σημασία αυτό που λέω για πιάτσα, μιας και η Ομόνοια ήταν μια σύγχρονη αυλή των θαυμάτων και μέρα και νύχτα. Στο φως για τους νοικοκύρηδες, στο σκότος για όλα τα καταραμένα πλάσματα του λεκανοπεδίου που φόραγαν τις στολές τους μετά απ’ τα μεσάνυχτα. Ξενύχτες, παλαβωμένοι, πουτάνες, τζάνκια, κλεφτρόνια, επαρχιώτες, πρόσφυγες, φοιτητές, η αγωνία αυτού του τόπου για ζωή που έλεγε κι ο άλλος. Η νυχτερινή Ομόνοια ήταν η μάνα όλων των απόκληρων και των ταλαίπωρων και των αποβρασμάτων και των ανήσυχων ψυχών γαμώ την τρέλα μου, που δεν μπορούσαν να βολευτούν στο καναπέ χασκογελώντας απέναντι στη μικρή οθόνη. Ήταν το στέκι μας…
Και τώρα πάει, έφυγε, χάθηκε, εξεμέτρησε το ζην, έγινε ένα κακόμοιρο ισιάδι που ούτε να το φτύσεις δεν αξίζει. Έγινε σαν αλάνα του παγκοσμιοποιημένου χωριού, όλο γυαλί και σίδερο και περιπολικά, ίου, ίου και κάναν μαλάκα που γυρνάει από την τηλεοπτική εκπομπή και αναρωτιέται αν το «Βρετάνια» ήταν σ’ αυτήν ή στην πέρα γωνία. Μας ξεφτίλισε το τζεντριφικέσιο παιδιά, μας πήρε όλο το χρώμα και το αίμα και το σπέρμα και τα ξαπόστειλε. Στη θέση τους στέκει η σιωπή…
Δε λέω, σε μερικά χρόνια, όταν θα έχει τελειώσει η πανδημία και θα
έχει ολοκληρωθεί το σχέδιο του ρίαλ εστέητ, μπορεί να ξαναδούμε ζωή στην
Ομόνοια. Και φωνές και σαματά και νταβαντούρι. Αλλά αυτό το πράγμα το
φαντασμαγορικό, το απόλυτο και αυτόνομο μέσα στο παρανάλωμά του
δεν νομίζω ότι θα το ξαναβρούμε μπροστά μας. Ήθελαν να το σκοτώσουν και
το σκότωσαν. Και τώρα ακόμη και η λίγδα η μεταμεσονύκτια κι αυτή με
ντελίβερι θα μεταφέρεται στους κάθε είδους ρέκτες.
In loving memory.