Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Η μάχη της συλλογικής σύμβασης πρέπει να γίνει πρώτη προτεραιότητα του κλάδου των ΜΜΕ


Παρά τις διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες εργαζομένων στα ΜΜΕ (εσωτερικοί και εξωτερικοί, τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες, περιοδικά, ιστοσελίδες κ.λπ.), η συλλογική σύμβαση πρέπει να έχει καθολική ισχύ και να διασφαλίζει την όσο το δυνατόν ισότιμη κάλυψη όλων των μελών των ενώσεων, αλλά και των νέων που εισέρχονται στο επάγγελμα, από την πρώτη στιγμή.
Τα παραπάνω είναι μία από τις θέσεις της "Πρωτοβουλίας για την Ανατροπή" ενόψει και των εκλογών στην ΕΣΗΕΑ. Αναλυτικά:
"Η μάχη της συλλογικής σύμβασης πρέπει να γίνει πρώτη προτεραιότητα του κλάδου
Για οποιονδήποτε εργασιακό χώρο το ζήτημα της συλλογικής σύμβασης είναι κεφαλαιώδες. Η συλλογική σύμβαση επειδή ακριβώς ορίζει τα ελάχιστα υποχρεωτικά δικαιώματα των εργαζομένων και τις κατώτατες αμοιβές είναι αυτή που συγκροτεί έναν κλάδο ως τέτοιο. Ορίζει, δηλαδή με υλικό τρόπο ότι υπάρχουν συλλογικά συμφέροντα, επιτρέπει συγκεκριμένες διεκδικήσεις και μέσα στους χώρους δουλειάς και διαμορφώνει πεδίο παρέμβασης για την εφαρμογή της. Διευκολύνει, ουσιαστικά, την ίδια τη συνδικαλιστική συγκρότηση και παρέμβαση.
Σε μια σύμβαση δεν έχουν σημασία μόνο οι αμοιβές αλλά και όσα προβλέπονται για τους όρους εργασίας, το ωράριο, τις αργίες, τις συνθήκες εργασίας κ.λπ. Κοντολογίς οτιδήποτε ορίζει μια «κανονικότητα» στην εργασία και διαμορφώνει ζητήματα διεκδίκησης είτε για την εφαρμογή όρων των συλλογικών συμβάσεων είτε για τη βελτίωση τους.
Οι συλλογικές συμβάσεις «δομούν» συλλογικά συμφέροντα και διεκδικήσεις και διαμορφώνουν αγωνιστική και συναδελφική συνείδηση. Αυτός είναι ο λόγος που η εργοδοσία, το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του προσπαθούν να διαλυθούν οι συλλογικές συμβάσεις, να υπονομευτεί η δυνατότητα σύναψής τους, να περιοριστεί το εύρος εφαρμογής τους, έτσι ώστε να κυριαρχήσουν οι ατομικές συμβάσεις, οι ατομικές διαπραγματεύσεις και ο κατακερματισμός του κλάδου. Αυτό προωθήθηκε στη χώρα μας με ιδιαίτερη επιθετικότητα στην περίοδο των Μνημονίων, αλλά συνεχίζεται και με τον αντιδραστικό «Νόμο Χατζηδάκη».

Η κατάσταση στον κλάδo των ΜΜΕ

Ο κλάδος μας δεν έχει σύμβαση εδώ και αρκετά χρόνια. Η τελευταία σύμβαση της ΕΣΗΕΑ υπογράφηκε το 2008, αφορούσε την περίοδο 2008-2009 και η μετενέργεια της έληξε μαζί με τις άλλες συλλογικές συμβάσεις εδώ και χρόνια, στο πλαίσιο των μνημονιακών νόμων. Υπάρχει μόνο ο συνδυασμός ανάμεσα στην ΚΥΑ για τα δημόσια ΜΜΕ σε συνδυασμό με την αντίστοιχη ΣΣΕ για τους εργαζομένους με σχέση ιδιωτικού δικαίου σε δημόσια ΜΜΕ.
Επιπλέον, η σύμβαση της ΕΣΗΕΑ είναι πια εκτός εποχής. Ήταν μια σύμβαση προσαρμοσμένη στις εφημερίδες, τους όρους εργασίας τους, τις ιεραρχίες των ειδικοτήτων που υπήρχαν σε αυτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν περιλάμβανε καν αναφορά σε ωράρια, παραπέμποντας για διάφορα ζητήματα σε διαιτητικές αποφάσεις. Το κυριότερο είναι ότι αυτή τη στιγμή η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική.
  • Πλέον οι δημοσιογράφοι δεν εργάζονται με «συμβατικά» ωράρια των εφημερίδων. Μεγάλο μέρος τους εργάζεται με αμοιβές χαμηλότερες από αυτές που προέβλεπε το εισαγωγικό κλιμάκιο της σύμβασης της ΕΣΗΕΑ.
  • Εργάζονται σε μεγάλο βαθμό σε ψηφιακά μέσα ή σε βάρδιες τηλεοπτικών μέσων και ακόμη και εάν εργάζονται σε εφημερίδα καλούνται να συνεισφέρουν στα ψηφιακά μέσα. Αυτό διαμορφώνει μια πολύ πιο εντατική συνθήκη εργασίας που πρέπει πλέον να συνυπολογίζεται στην εκτίμηση των εργασιακών δικαιωμάτων και απαιτήσεων.
  • Οι βάρδιες είναι οκτάωρες, ενίοτε και μεγαλύτερες, με εργασία και τα Σαββατοκύριακα. Η αμοιβή τα Σάββατα, τις αργίες και τις Κυριακές συχνά δεν αμείβεται με τις προσαυξήσεις που προβλέπονται ενώ συχνά δεν καλύπτεται καν με επιπλέον ρεπό. Ημέρες αργιών αντιμετωπίζονται ως ημέρες που χρειάζονται πλήρη κάλυψη όλων των βαρδιών.
  • Το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων αποκτά άλλη διάσταση στην ψηφιακή εποχή όπου τα κείμενα συχνά έχουν μια διαδικτυακή «δεύτερη ζωή». Τα πνευματικά δικαιώματα και ο τρόπος καταβολής τους οφείλουν να αποτελέσουν τμήμα των συλλογικών συμβάσεων και όχι απλώς της διαμόρφωσης ειδικών οργανισμών για την είσπραξή τους.
  • Δεν αμείβονται με βάση κάποια σύμβαση (πλην των ΜΜΕ που καλύπτονται από την ΚΥΑ), αλλά με βάση τον – υποχρεωτικό – κατώτατο μισθό της ΕΓΣΕΕ και την «οικειοθελή» προσφορά από την εργοδοσία επιπλέον μισθού.
  • Η εργασία τους δεν ορίζεται σε σχέση με μέσο αλλά σε σχέση με «όμιλο» χωρίς καμία επιπλέον αμοιβή εάν καλούνται να εργάζονται σε περισσότερα του ενός μέσα ακόμη και όταν αυτό σημαίνει περισσότερη εργασία.
  • Οι άδειες τους υπολογίζονται σε μια «γκρίζα ζώνη» ανάμεσα στις προβλέψεις της γενικής εργατικής νομοθεσίας και τις παλιές προβλέψεις της ΕΣΗΕΑ.
  • Οι όροι εργασίας, η πίεση, το άγχος, η καθήλωση μπροστά σε οθόνη, δεν έχει καμία σχέση με την παραδοσιακή δημοσιογραφική εργασία. Η νέα συνθήκη στους χώρους εργασίας, με το κυνήγι της ψηφιακής αναγνωσιμότητας, τον διαρκή επίκληση των «κλικ» και των στοιχείων από τις μηχανές ανάλυσης επισκεψιμότητας, ήδη επιτείνει την ομοιομορφία, την αναπαραγωγή ασήμαντων ιδεών, υποβαθμίζει το δημοσιογραφικό λειτούργημα στην απλή εντυπωσιοθηρία και δεν επιτρέπει στις/στους συναδέλφους, ειδικά τους νεώτερους να κάνουν πραγματική δημοσιογραφική δουλειά, κάτι που με τη σειρά υποβαθμίζει συνολικά την προσφερόμενη ενημέρωση, αναιρεί το χαρακτήρα της ως κοινωνικού αγαθού και επιτείνει τάσεις κοινωνικής χειραγώγησης και παραπληροφόρησης.
  • Όλα αυτά εντείνονται από την αθρόα εισβολή επιχειρηματικών κεφαλαίων στον Τύπο και τα ΜΜΕ που κυρίως επιδιώκουν την εξυπηρέτηση επιχειρηματικών επιδιώξεων, είτε με τη γενική μορφή των αντεργατικών και αντιλαϊκών πολιτικών, είτε με αυτή της ειδικότερης προώθησης συγκεκριμένων επιχειρηματικών σχεδίων.
Το γεγονός ότι η διοίκηση της ΕΣΗΕΑ εδώ και χρόνια αδιαφορεί παγερά για αυτό το θέμα, δεν το έχει αναδείξει ως βασική αιχμή, δεν έχει πάρει πρωτοβουλίες, δεν έχει ανοίξει τη συζήτηση μέσα στον ίδιο τον κλάδο, είναι μια κρίσιμη διάσταση της δομικής ανυποληψία της.
Απέναντι σε αυτό χρειάζεται μια αντίπαλη δυναμική και ως προς τη διεκδίκηση της σύμβασης και ως προς το περιεχόμενο:
Οι δημοσιογράφοι και όλοι οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ δικαιούνται να έχουν τη δυνατότητα να ζουν αξιοπρεπώς από μία βασική εργασία. Αυτό πρέπει να διασφαλίζεται από τον μισθό τους και τις λοιπές θεσμικές ρυθμίσεις και παροχές που περιλαμβάνει μια συλλογική σύμβαση εργασίας. 
Παρά τις διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες εργαζομένων στα ΜΜΕ (εσωτερικοί και εξωτερικοί, τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες, περιοδικά, ιστοσελίδες κ.λπ.), η συλλογική σύμβαση πρέπει να έχει καθολική ισχύ και να διασφαλίζει την όσο το δυνατόν ισότιμη κάλυψη όλων των μελών των ενώσεων, αλλά και των νέων που εισέρχονται στο επάγγελμα, από την πρώτη στιγμή.
  • Χρειαζόμαστε σύμβαση που να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα των newsroom και όχι του παρελθόντος – το ωράριο, η εργασία σε Σ/Κ και αργίες, οι άδειες, πρέπει να δομηθούν πάνω στην πραγματικότητα μέσων που έχουν τουλάχιστον 18 ώρες ενεργή καθημερινή λειτουργία, 7 ημέρες την εβδομάδα.
  • Χρειαζόμαστε σύμβαση που να περιλαμβάνει σαφείς ρυθμίσεις για τα ζητήματα του ωραρίου και των εργασιακών συνθηκών και προφανώς αξιοπρεπείς κατώτατες αμοιβές, δομημένες με τρόπο που να κατοχυρώνουν δικαιώματα (τριετίες, επιδόματα γάμου και παιδιών, τίτλων σπουδών).
  • Αυτό σημαίνει κατοχυρωμένο δημοσιογραφικό ωράριο, κατοχυρωμένα διαλείμματα, κατοχυρωμένα ρεπό για Σ/Κ και αργίες και κατοχυρωμένη επιπλέον αμοιβή για εργασία σε Σ/Κ και αργίες, τριετίες υποχρεωτικές, επαναφορά επιδομάτων γάμου τέκνων κατοχύρωση επιδομάτων τίτλων σπουδών
  • Χρειαζόμαστε αξιοπρεπείς αμοιβές με αφετηρία το σημείο στο οποίο βρισκόταν τελευταία σύμβαση της ΕΣΗΕΑ (ελάχιστη αμοιβή του πρώτου κλιμακίου 1131 μεικτά και επαναφορά των ωριμάνσεων)
  • Χρειαζόμαστε κατοχύρωση του ελάχιστου αριθμού στελέχωσης κάθε μέσου, με βάση το χαρακτήρα, τη δομή και τη θεματολογία, για να κατοχυρωθούν θέσεις εργασίας αλλά και να αποφευχθούν οι τρέχουσες μορφές «εργασίας-λάστιχο», ιδίως στα ψηφιακά μέσα.
  • Χρειαζόμαστε αναγνώριση των πνευματικών δικαιωμάτων και στη συλλογική σύμβαση, ιδίως από τη μορφή που εντός των «ομίλων» πολλαπλασιάζεται η αναπαραγωγή των ίδιων άρθρων.
  • Χρειαζόμαστε εκ νέου κατοχύρωση του δικαιώματος των δημοσιογράφων να υπερασπίζονται την αξιοπρέπεια του επαγγέλματός του. Να έχουν όχι μόνο την υποχρέωση να τηρούν τη δεοντολογία αλλά και να μπορούν να αρνηθούν να κινηθούν σε κατευθύνσεις που συγκρούονται με τη δημοσιογραφική δεοντολογία. Η κατοχύρωση του δικαιώματος άρνησης «συμμόρφωσης και του δικαιώματος των δημοσιογράφων να έχουν έλεγχο ουσιαστικό του δημοσιογραφικού έργου που παράγουν, είναι κομβική πλευρά αυτής της διεκδίκησης.
  • Χρειαζόμαστε σύμβαση που όταν προταθεί στην αρχή της διαδικασίας διαπραγμάτευσης να έχει συζητηθεί μέσα στον κλάδο: με συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς, με ανοιχτές ομάδες εργασίας, με επικύρωση της διεκδίκησης μέσα από μαζική γενική συνέλευση, με διαπραγματευτική ομάδα που θα εκλεγεί από τη γενική συνέλευση και θα λογοδοτεί σε αυτή.
  • Χρειαζόμαστε σύμβαση που να διεκδικηθεί αγωνιστικά από τον κλάδο. Καμία τύχη δεν θα έχει διεκδίκηση σύμβασης που δεν θα στηριχθεί σε πραγματικές μαζικές κινητοποιήσεις. Σε απεργία που να έχει χαρακτήρα «πλήγματος» στην εργοδοσία και όχι τουφεκιάς στον αέρα που απλώς θα απαλλάξει τους εκδότες από το κόστος εκτύπωσης ενός φύλλου.
Θεμελιακή μας θέση παραμένει το «Ένας Κλάδος – Ένα Συνδικάτο – Ένα Ταμείο», με πλήρη εργασιακά, ασφαλιστικά και λοιπά θεσμικά δικαιώματα για όλους. Χρειαζόμαστε σύμβαση του κλάδου των ΜΜΕ και όχι απλώς των δημοσιογράφων. Σήμερα μια ενότητα ανάμεσα σε δημοσιογράφους και άλλους εργαζομένους στα ΜΜΕ, θα διαμόρφωνε μια πολύ ισχυρή κοινωνική συμμαχία, θα επέτρεπε κινητοποιήσεις με μεγαλύτερο αντίκτυπο (φύλλα που δεν θα κυκλοφορούσαν, τηλεοπτικά προγράμματα που δεν θα έβγαιναν, ιστοσελίδες που δεν θα ανανεώνταν κ.λπ.), θα οδηγούσε σε μια συλλογική σύμβαση που θα την αγκάλιαζαν πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι του κλάδου.

Με βάση τις παραπάνω αρχές, διεκδικούμε τα εξής, στο πλαίσιο της νέας Καθολικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, κριτήριο της οποίας θα είναι τα δικαιώματα και οι ανάγκες των εργαζομένων:
  1. Ενιαία διαπραγμάτευση και συμφωνία για τα μισθολογικά και θεσμικά ζητήματα. Κανείς διαχωρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, είτε στα δημόσια είτε στα ιδιωτικά ΜΜΕ.
  2. Επαναφορά των στοιχειωδών ρυθμίσεων των σχέσεων εργασίας μας στα προ της γενικευμένης αποδιάρθρωσης επίπεδα. Μισθολογικά, αυτό σημαίνει την ελάχιστη αμοιβή του πρώτου κλιμακίου με 1.131 ευρώ μηνιαίως, καθώς και επαναφορά του συστήματος των ωριμάνσεων-κλιμακίων ανά διετία.
  3. Επαναφορά όλων των επιδομάτων – οικογενειακό επίδομα, επιδόματα θέσης, επίδομα ίδιου εργοδότη, αποζημιώσεις για εμπόλεμα ρεπορτάζ, ασφάλιση εξωτερικής εργασίας κλπ.
  4. Επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού για τους συναδέλφους μας στα δημόσια ΜΜΕ και κατοχύρωσή τους για όλους τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ.
  5. Κατοχύρωση της χορήγησης πλήρους αποζημίωσης και μάλιστα εφάπαξ σε περίπτωση απόλυσης.
  6. Πρόβλεψη υποχρέωσης για ελάχιστο αναγκαίο αριθμό εργαζομένων – στο μισθολόγιο και με συμβάσεις αορίστου χρόνου – σε εφημερίδες, ραδιόφωνα και ιστοσελίδες (εκτός από τις τηλεοράσεις), με βάση τη δομή και θεματολογία τους. Κυρώσεις στους εργοδότες που δεν τηρούν το πλαφόν και τις υποχρεώσεις τους.
  7. Δυνατότητα και υποχρέωση ελέγχου από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς και με πρόσβαση στους εκπροσώπους των εργαζομένων, των κεφαλαίων κάθε επιχείρησης ΜΜΕ και της προέλευσής τους.
  8. Πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, με συνεχόμενο διήμερο ανάπαυσης. Έξι ώρες εργασίας καθημερινά, με αναγκαία διαλείμματα, ειδικά για τους εργαζόμενους σε υπολογιστές (ένα 15λεπτο για κάθε δίωρο εργασίας). Πλήρεις προσαυξήσεις για κάθε ώρα νυχτερινής, σαββατιάτικης ή κυριακάτικης εργασίας (μετά από αποδοχή του εργαζομένου και μόνο), με ταυτόχρονο υποχρεωτικό ρεπό.
  9. Απαγορεύεται ρητά ο «δανεισμός» εργαζομένων. Κάθε εργασία που άπτεται της παραγωγής ειδήσεων εντάσσεται σε μια ενιαία «μονάδα», με βάση τη δομή κάθε ομίλου (π.χ. έντυπη και ηλεκτρονική έκδοση). Κάθε άλλη χρήση του παραγόμενου δημοσιογραφικού προϊόντος πέραν αυτής της «μονάδας» δεν αποτελεί δικαίωμα της επιχείρησης και απαιτεί πρόσθετη σύμβαση εργασίας και αμοιβή.
  10. Απαγόρευση, επί ποινή, της απλήρωτης εργασίας κάθε μορφής. Αξιοπρεπείς αμοιβές για τους «μαθητευόμενους» που συχνά καλύπτουν οργανικές θέσεις εργασίας στα ΜΜΕ.