Η μεταχείριση της ελληνικής γλώσσας από τους περισσότερους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς «αγγίζει σχεδόν το όριο της κακοποίησης» επισημαίνει σε επιστολή του ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβούλιου Ραδιοτηλεόρασης, (ΕΣΡ) Αθανάσιος Κουτρομάνος. Αναλυτικά το κείμενο της επιστολής προς τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς με θέμα «Η χρήση της ελληνικής γλώσσας στα ΜΜΕ»:
Η Ολομέλεια του Εθνικού Συμβούλιου Ραδιοτηλεόρασης, κατά την συνεδρίασή της την 20 Ιουλίου 2021, αποφάσισε «να γίνει συζήτηση σχετικά με την χρήση της ελληνικής γλώσσας στα ΜΜΕ και για τους ξενόγλωσσους τίτλους και εκπομπές».
Την 23 Νοεμβρίου 2021 και ώρα 11.00 η Ολομέλεια συνήλθε σε συνεδρίαση για το ανωτέρω θέμα. Συγκροτήθηκε από τους: Αθανάσιο Κουτρομάνο, πρόεδρο, Ευτέρπη Κουτζαμάνη Δρίλια, αντιπρόεδρο και (με τηλεδιάσκεψη) τα μέλη: Καλλιόπη Διαμαντάκου, Νικόλαο Κιάο, Βασίλειο Καραποστόλη, Γεώργιο Σαρειδάκη, Σωκράτη Τσιχλιά και Γιώργο Πλειό. Απουσίαζε το μέλος Ευαγγελία Μήτρου. Χρέη γραμματέως εκτέλεσε η Αναστασία Μαραζίδου, διοικητική υπάλληλος του Ε.Σ.Ρ.
Μετά δε από ανταλλαγή απόψεων ενέκρινε το κατωτέρω κείμενο, το οποίο είχαν εισηγηθεί μέλη του Συμβουλίου:
«Τόσο η παρακολούθηση από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως σειράς τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών, όσο και ο αυξανόμενος αριθμός παραπόνων και καταγγελιών που φτάνουν στις υπηρεσίες μας, πιστοποιούν πλέον το γεγονός ότι η μεταχείριση της ελληνικής γλώσσας από τους περισσότερους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς αγγίζει σχεδόν το όριο της κακοποίησης. Βρίθουν οι σολοικισμοί, οι ακυρολεξίες, η σύγχυση σχετικά με τις κλίσεις ουσιαστικών και επιθέτων, τους χρόνους και τις εγκλίσεις των ρημάτων, τις πτώσεις και πολλά άλλα. Επιπλέον, παρατηρείται καταχρηστική χρησιμοποίηση ξένων λέξεων (κατά κανόνα αγγλικών) στους τίτλους και τους υποτίτλους εκπομπών, κυρίως ιδιωτικών, αλλά μερικές φορές και δημοσίων, μέσων, σε σημείο να κυριαρχεί σχεδόν στα προγράμματα ένα είδος υβριδικού αγγλοελληνικού ιδιώματος.
Η ενίσχυση αυτών των τάσεων δηλώνει κατ’ αρχάς αδιαφορία έναντι της κείμενης νομοθεσίας. Παραβιάζονται συγκεκριμένες νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις οι οποίες αναφέρονται ρητώς στην υποχρέωση των δημοσιογράφων και συντελεστών ενημερωτικών ή επιμορφωτικών εκπομπών να τηρούν με τη δέουσα προσοχή τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού της ελληνικής γλώσσας (Π.Δ. 77/2003, ΦΕΚ Α’ 75/28.03.2003) και γενικότερα να φροντίζουν για την «ορθή, ευπρεπή και καλαίσθητη γλωσσική διατύπωση και εκφορά λόγου».
Σχετικά μ’ αυτό πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην όξυνση του προβλήματος έχει, προφανώς, συμβάλει και η χωρίς συνέπειες «παράκαμψη» του νόμου 3592/2007, σύμφωνα με τον οποίο: « Η Ε.Ρ.Τ Α.Ε., οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί και οι τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα (πρόσληψη ειδικών επιστημόνων, διορθωτών κειμένων και διοργάνωση σεμιναρίων) για την ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους δημοσιογράφους και τους συντελεστές των ενημερωτικών ή επιμορφωτικών εκπομπών, κατά τη διατύπωση των κειμένων που εκφωνούνται κατά την παρουσίαση των ψυχαγωγικών εκπομπών και κατά τη μεταγλώττιση ή τον υποτιτλισμό των ξενόγλωσσων εκπομπών.» (άρθρο 20 παρ. 2 του ν.3592/2007, ΦΕΚ Α’ 161/19.07.2007).
Εκθέτοντας τα ανωτέρω το Ε.Σ.Ρ. δεν έχει την πρόθεση να υπογραμμίσει τον ρόλο του ως κρατικού οργάνου επιφορτισμένου να ελέγχει τις παραβάσεις των σχετικών νόμων και να επιβάλλει, όπου απαιτείται, τις ανάλογες κυρώσεις. Γνωρίζουμε ότι τέτοια ζητήματα, που αφορούν στη διαμόρφωση γενικότερα του πολιτισμού και του δημόσιου ήθους σε μια κοινωνία, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά με πνεύμα σωφρονιστικό.
Μετά δε από ανταλλαγή απόψεων ενέκρινε το κατωτέρω κείμενο, το οποίο είχαν εισηγηθεί μέλη του Συμβουλίου:
«Τόσο η παρακολούθηση από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως σειράς τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών, όσο και ο αυξανόμενος αριθμός παραπόνων και καταγγελιών που φτάνουν στις υπηρεσίες μας, πιστοποιούν πλέον το γεγονός ότι η μεταχείριση της ελληνικής γλώσσας από τους περισσότερους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς αγγίζει σχεδόν το όριο της κακοποίησης. Βρίθουν οι σολοικισμοί, οι ακυρολεξίες, η σύγχυση σχετικά με τις κλίσεις ουσιαστικών και επιθέτων, τους χρόνους και τις εγκλίσεις των ρημάτων, τις πτώσεις και πολλά άλλα. Επιπλέον, παρατηρείται καταχρηστική χρησιμοποίηση ξένων λέξεων (κατά κανόνα αγγλικών) στους τίτλους και τους υποτίτλους εκπομπών, κυρίως ιδιωτικών, αλλά μερικές φορές και δημοσίων, μέσων, σε σημείο να κυριαρχεί σχεδόν στα προγράμματα ένα είδος υβριδικού αγγλοελληνικού ιδιώματος.
Η ενίσχυση αυτών των τάσεων δηλώνει κατ’ αρχάς αδιαφορία έναντι της κείμενης νομοθεσίας. Παραβιάζονται συγκεκριμένες νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις οι οποίες αναφέρονται ρητώς στην υποχρέωση των δημοσιογράφων και συντελεστών ενημερωτικών ή επιμορφωτικών εκπομπών να τηρούν με τη δέουσα προσοχή τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού της ελληνικής γλώσσας (Π.Δ. 77/2003, ΦΕΚ Α’ 75/28.03.2003) και γενικότερα να φροντίζουν για την «ορθή, ευπρεπή και καλαίσθητη γλωσσική διατύπωση και εκφορά λόγου».
Σχετικά μ’ αυτό πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην όξυνση του προβλήματος έχει, προφανώς, συμβάλει και η χωρίς συνέπειες «παράκαμψη» του νόμου 3592/2007, σύμφωνα με τον οποίο: « Η Ε.Ρ.Τ Α.Ε., οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί και οι τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα (πρόσληψη ειδικών επιστημόνων, διορθωτών κειμένων και διοργάνωση σεμιναρίων) για την ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους δημοσιογράφους και τους συντελεστές των ενημερωτικών ή επιμορφωτικών εκπομπών, κατά τη διατύπωση των κειμένων που εκφωνούνται κατά την παρουσίαση των ψυχαγωγικών εκπομπών και κατά τη μεταγλώττιση ή τον υποτιτλισμό των ξενόγλωσσων εκπομπών.» (άρθρο 20 παρ. 2 του ν.3592/2007, ΦΕΚ Α’ 161/19.07.2007).
Εκθέτοντας τα ανωτέρω το Ε.Σ.Ρ. δεν έχει την πρόθεση να υπογραμμίσει τον ρόλο του ως κρατικού οργάνου επιφορτισμένου να ελέγχει τις παραβάσεις των σχετικών νόμων και να επιβάλλει, όπου απαιτείται, τις ανάλογες κυρώσεις. Γνωρίζουμε ότι τέτοια ζητήματα, που αφορούν στη διαμόρφωση γενικότερα του πολιτισμού και του δημόσιου ήθους σε μια κοινωνία, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά με πνεύμα σωφρονιστικό.
Ως προς τη χρήση της γλώσσας στα Μ.Μ.Ε. αυτό που χρειάζεται είναι να υπάρχει ένα ενεργό αίσθημα ευθύνης σε όσους έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνουν και να ψυχαγωγούν το κοινό αποτελώντας, ουσιαστικά, για τους νεώτερους ένα «παράλληλο σχολείο» και για τους μεγαλύτερους μια καθημερινή «δημόσια σκηνή». Τα όσα διαδραματίζονται συχνά σ’ αυτό το σχολείο και σ’ αυτή τη σκηνή προκαλούν ερωτηματικά, σκέψεις και ανησυχίες. Το βέβαιο είναι ότι η βαναυσότητα έναντι της γλώσσας κορυφώνεται στις ασχήμιες της συμπεριφοράς, κατά τη διάρκεια εκπομπών, τις υβριστικές παραφορές και την προκλητική επίδειξη αθυροστομίας πρώτο θύμα των οποίων είναι το κοινό αίσθημα.
Ελπίζουμε ότι την έγνοια μας για την εξάλειψη ή, έστω τον μετριασμό τέτοιων εκτροπών και την καθιέρωση ενός κώδικα συμπεριφοράς σχολιασμού και συζήτησης στα Μ.Μ.Ε, που δεν θα προσβάλλει ούτε τη νοημοσύνη ούτε την ευαισθησία των πολιτών, δεν θα είναι λίγοι οι δημοσιογράφοι και οι παρουσιαστές που θα τη συμμερισθούν. Προσβλέπουμε στην επαγγελματική ευσυνειδησία τους και είμαστε διατεθειμένοι να την υποστηρίξουμε».
Ο Προέδρος του Ε.Σ.Ρ.,
Αθανάσιος Κουτρομάνος
Ελπίζουμε ότι την έγνοια μας για την εξάλειψη ή, έστω τον μετριασμό τέτοιων εκτροπών και την καθιέρωση ενός κώδικα συμπεριφοράς σχολιασμού και συζήτησης στα Μ.Μ.Ε, που δεν θα προσβάλλει ούτε τη νοημοσύνη ούτε την ευαισθησία των πολιτών, δεν θα είναι λίγοι οι δημοσιογράφοι και οι παρουσιαστές που θα τη συμμερισθούν. Προσβλέπουμε στην επαγγελματική ευσυνειδησία τους και είμαστε διατεθειμένοι να την υποστηρίξουμε».
Ο Προέδρος του Ε.Σ.Ρ.,
Αθανάσιος Κουτρομάνος