Αλλά και της Φώφης Γεννηματά το όνομα ελάχιστες φορές ακούστηκε. Το μνημόνευσε κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, ο κ. Παύλος Χρηστίδης. «Δεν το έφεραν οι ερωτήσεις» θα πει κανείς. Ξέρουμε, όμως, το ταλέντο των πολιτικών να κατευθύνουν τις απαντήσεις τους σε θέματα άσχετα με τα δημοσιογραφικά ερωτήματα πλην βατά γι’ αυτούς. Εικάζω ότι η πρόσφατη απρεπώς καγχαστική χρήση του ονόματος της Φ. Γεννηματά από αρθρογράφο λειτούργησε αυτολογοκριτικά. Αλλιώς οι τέσσερις μνηστήρες θα ρωτούσαν τον πέμπτο, τον κ. Λοβέρδο, αν τον άφησε ικανοποιημένο η απολύτως ουδέτερη και ακίνδυνη φρασούλα που σκαρφίστηκε για να υπερασπίσει τη μνήμη της προέδρου. Τίποτε συγκεκριμένο, καμιά κατονομασία. Οπως απέφυγε να πει τη γειτονική χώρα με τ’ όνομά της Βόρεια Μακεδονία, καθότι «πατριώτης», έτσι απέφυγε να προσδιορίσει ονομαστικά ποιος πρόσβαλε ποιον και πού. Είναι να χάνεις υποστηρικτές τέτοιες ώρες;
Ελειψαν όμως και οι αρχαϊκές προσφωνήσεις, «συναγωνιστή», «σύντροφε» κτλ. Ηταν πρόδηλο ότι δεν νιώθουν πια όλοι τους συναγωνιστές. Επίσης πρόδηλο ήταν ότι ουδείς ήθελε να προκαλέσει εντάσεις και να του χρεώσουν εριστικότητα. Ετσι, αν και τους είχε δοθεί το δικαίωμα να σχολιάσουν όσα είχαν μόλις πει οι άλλοι μνηστήρες, απέφυγαν να το ασκήσουν. Προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τον χρόνο για να επαναλάβουν τι (ασαφές) ευαγγελίζονται οι ίδιοι, όχι για να αναδείξουν τις διαφορές τους από τους υπόλοιπους. Για τον ίδιο λόγο, απέφυγαν να θέσουν σκληρά ερωτήματα ο ένας στον άλλον. Ολοι τους, άλλωστε, ονειρεύονται τον δεύτερο γύρο. Κι εκεί οι συμμαχίες είναι χρήσιμες.