του Χρήστου Ξανθάκη
Είμαι σπίτι, ξύνω πατσές, παίζω με τους γάτους, μπαίνω στα ίντερνετς να χαζέψω Αντετοκούνμπο, τα γνωστά. Κι εκεί που η ευδαιμονία ξεχειλίζει από μέσα μου, ντριν ντριν το τηλέφωνο το κινητό.. Κοιτάω, τι να δω; Πέτρος Κωστόπουλος!
«Ω γαμώτι», αναρωτιέμαι, «τι με ψάχνει τώρα; Δεν πιστεύω να θέλει να του γράψω ότι κυκλοφόρησε καινούριο τεύχος το Nitro…»
Τέλος πάντων τι να κάνω, παλιές γνωριμίες βλέπετε, έχουμε πιεί κι ένα μπαρόλο παρέα, το σηκώνω.
- Γειά σου Χρήστο, μου λέει ο Πετράν.
- Γειά σου κι εσένα, του απαντάω.
- Σε θέλω για κάτι πολύ σοβαρό, μου λέει, και σκέφτομαι εγώ να τη μου ‘ρχεται η κεραμίδα.
- Έλα πες, του ξαναπαντάω.
- Χρήστο δεν είναι αστείο, δώσε προσοχή. Με ξέρεις εμένα τώρα, ξέρεις για ποιο πράγμα πάλευα στη ζωή μου όλη. Μια φιλοδοξία είχα κι εγώ, να ξεβλαχέψω τους Έλληνες και τις Ελληνίδες…
- Ε, τα κατάφερες, του λέω, τι άλλο θες;
- Ναι, αλλά όσα έχτισα με πόνο και κόπο, έρχεται τώρα η κυβέρνηση να τα γκρεμίσει, μου λέει.
- Γκαντάμιτ, του απαντάω, τι είναι πάλι αυτό;
- Μπες γκουγκλάκι και κάνε ένα ψάξιμο Πέτσα, Αδωνι, εκκλησίες και εμβόλιο, μου λέει. Και ξαναμιλάμε.
«Δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βρήκαμε», σκέπτομαι εγώ, αλλά τι να κάνεις, το ρεπορτάζ πάνω απ’ όλα. Γκουγκλάρω λοιπόν και πέφτω πρώτα πάνω σε δήλωση Άδωνι. Λέξη προς λέξη:
«Είναι δυνατόν να λέμε στα σοβαρά ότι εξομοιώνουμε την ανάγκη του πιστού για την θρησκευτική λατρεία, με το να πάει κόψει τα νύχια της μία κυρία ή να φτιάξει τα μαλλιά της ή να αγοράσω εγώ ένα παντελόνι; Η αξία της θρησκευτικής λατρείας και της ασκήσεως της λατρείας για τον πιστό, έχει την ίδια αξία στην Ελλάδα με το να κάνω ψώνια;»
Κι από κοντά ανακαλύπτω και τις δηλώσεις του Πέτσα. Με δικά του λόγια:
«Το να πάει κάποιος στο σούπερ μάρκετ για να αγοράσει τρόφιμα ή στην εκκλησία για να τελέσει αυτό που σχετίζεται με την πίστη του, είναι αναγκαίο και δεν είναι το ίδιο με την πρόσβαση σε ένα κατάστημα για να αγοράσει ρούχα».Tα διαβάζω, αναστατώνομαι, ιντριγκάρομαι, φουρτουνιάζω κι αμέσως παίρνω τηλέφωνο τον Κωστό.
- Έλα, του λέω, τα είδα.
- Μα είναι να μην τα παίρνω κρανίο, μου λέει. Είναι να μην βγάζω καντήλες και να μη μου κατσαρώνει η τρίχα; Τρεις δεκαετίες μου ‘φυγε η μαγκιά να μάθω στα γίδια πώς να ψωνίζουν, πώς να φτιάχνουν νύχι, πώς να σενιάρουν μαλλί κι έρχονται τώρα αυτοί οι αχαρακτήριστοι τύποι, αυτοί οι απίθανοι, που η ζωή τους όλη είναι ένα μπρέκφαστ δικό μου στη Μύκονο, και θέλουν να μου γκρεμίσουν το λέγκασυ; Την κληρονομιά μου ρε, ό,τι πάσχιζα τόσα χρόνια ν’ αφήσω πίσω μου. Να πηγαίνει ο κοσμάκης για σόπινγκ μέσα στην αισιοδοξία και στη χαρά, όχι να καντιφλιάζεται…
- Έχεις ένα δίκιο, του λέω.
- Μόνο ένα δίκιο, μου λέει, όλα τα δίκια του κόσμου.
- Ναι, αλλά που να το βρεις, του απαντάω.
- Δε βγάζεις άκρη με δαύτους, μου λέει. Είναι σα να πέρασε το ξεβλάχεμα και να μην τους ακούμπησε. Μόνο εκκλησία, ψαλμωδία και πρόσχωμεν.
- Ναι, αλλά είναι τρέντι τα άμφια του λέω. Άμα δεις τους μητροπολίτες, σαν παγώνια μοιάζουν.
- Ξανθάκη, μου λέει, έχω πέσει χαμηλά αλήθεια είναι. Αλλά να μου δίνουν μαθήματα οι παπάδες, ε όχι. Υπάρχει και ένα όριο. Καλύτερα να μην ξαναδώ ποτέ την Ψαρού, παρά να κάνω στάιλινγκ στην Ιερά Σύνοδο.
Και μου το ‘κλεισε, στη μούρη!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost (04.11.2021)