Πρωινό καλοκαιριού. Χρονολογία αβέβαιη, των ρευστών αναμνήσεων. Δουλεύουμε τότε στη διόρθωση της «Ελευθεροτυπίας», δυο-τρεις της βάρδιας. Η εφημερίδα έχει κλείσει, έχει πάει στο.. πρακτορείο, αλλά εμείς της διόρθωσης κι ένας-δυο ακόμα συνάδελφοι από τη σύνταξη, ξενύχτηδες από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, περιμένουμε την αλλαγή (που θα πει τις νεότερες ειδήσεις) για τη δεύτερη έκδοση.
Η «Ελευθεροτυπία» τότε, εκεί που είναι τώρα η «Συντακτών», Κολοκοτρώνη 8 και καλά να ’μαστε που γίναμε κιόλας εννιά χρονών. Κατόρθωμα, σε τέτοιους καιρούς! Η διόρθωση, τότε, στο δεύτερο. Πηγμένοι στο ξενύχτι και στη ζέστη, με ανεμιστήρες εκείνο τον καιρό, βγαίνουμε στο παράθυρο για ανάσα. Η τσαχπίνικη με τις συρτές λέξεις φωνή του Αντρέα, της Φτερούς… Είναι ένα μανάβικο απέναντι στην «Ελευθεροτυπία». «Καλέ μανάβηηη…» σέρνει τη φωνή του ο Αντρέας με τον πολύχρωμο λόφο από φτερά πάνω από το κεφάλι. «Ασε μας Αντρέα, έχουμε δουλειά τώρα!», η φωνή του μανάβη αόρατη. «Αχ καλέ! Εσύ λες λογάκια που μου με πικραίνουν κι εγώ σου κλέβω ρωγούλες που με γλυκαίνουνε». Τσίμπησε ένα τσαμπάκι από το τελάρο της μόστρας ο Αντρέας, λύγισε τη μέση και σεινάμενος-κουνάμενος με τα φτερά στον αέρα κατηφόρισε την Κολοκοτρώνη: «Φτεράαα…». Αέρας και αερικό. Αυλαία…
Ηταν ο τελευταίος! Ο Αντρέας-η Φτερού ήταν ο τελευταίος τύπος, τελευταία αναλαμπή μιας Αθήνας, που είχε πρόσωπο, φυσιογνωμία, και επειδή τα είχε, μπορούσε να βγάζει τύπους. Στη φτώχεια, την ανημπόρια, τις άπειρες δυσκολίες, τις πολιτικές αναμπουμπούλες και έριδες… όλα αυτά, μπορούσε και χόρευε, τραγουδούσε, διασκέδαζε με τα ελάχιστα και είχε τύπους που την αντιπροσώπευαν. ήταν οι πρεσβευτές της, στη χαρά και στην τρέλα, στην παραζάλη που διώχνει και ξορκίζει, μερώνει έστω, το κακό. το γλυκαίνει. Η Φτερού έφυγε πάνω στην ώρα πανδημίας… μεγαλεπήβολων σχεδίων του δημάρχου με τις ζαρντινιέρες! Αυλαία…
Πέτρος Μανταίος / Εφημερίδα των Συντακτών (10.11.2021)