Μερικές σκόρπιες σκέψεις για τον βίο και την πολιτεία ενός μεγάλου
του Χρήστου Ξανθάκη
Όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου κι έγινε κομμάτια η Σοβιετική αυτοκρατορία, έτυχε να δουλεύω στον 902 Αριστερά στα FM. Έτρεχα μάλιστα και το «εξωτερικό δελτίο» του ραδιοσταθμού, οπότε.. έζησα από πρώτο χέρι την κατακρήμνιση. Αλλά όσα ακούσαμε και είδαμε σε διεθνές επίπεδο, δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όσα πέρασαν μπροστά απ’ τα μάτια μου και τ’ αυτιά μου εκείνες τις μέρες στους διαδρόμους του Περισσού. Σαν να συντριβόταν ένα σύμπαν ολόκληρο για κάποιους ανθρώπους, σαν να κατέρρεε η πλάση τους, σκόνη να γίνονταν οι πλανήτες και στάχτη ο ήλιος…
Κάπως έτσι ένοιωσα κι εγώ όταν πήγα στο Σύνταγμα, στο συλλαλητήριο για το Μακεδονικό, για να το καλύψω δημοσιογραφικά κι άκουσα τον Θεοδωράκη να λέει τα κάτωθι:
«Αδέρφια μου φασίστες, ρατσιστές, αναρχικοί, τρομοκράτες, τραμπούκοι. Οι πατριώτες που μας κυβερνούν και τα βαποράκια τους οι αριστεριστές έριξαν μπογιές για να με εμποδίσουν να μιλήσω μπροστά σε εσένα κυρίαρχε λαέ. Για να μη σου μιλήσω με λόγια σταράτα , πατριωτικά και ασυμβίβαστα όπως έμαθα να μιλώ σε όλη μου τη ζωή».
Η γη να άνοιγε να με καταπιεί εκείνη την ώρα. Φωτιά να έβρεχε ο ουρανός να με κάψει. Πώς να το αντέξει κανείς αυτό το γρονθοκόπημα, πώς να το κατανοήσει τέτοιο φτύσιμο, πώς να το καταπιεί το δηλητήριο, που έφτασε στο Σύνταγμα με το βυτίο; Πώς να σηκώσει στους ώμους του την πτώση ενός τιτάνα; Θυμήθηκα εκείνες τις σκηνές αλλοφροσύνης στον 902, όταν σκεπάστηκε με σάβανο η μνήμη δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων…
Τα σκεπτόμουν όλα αυτά, τώρα με το θάνατο και την κηδεία του Μίκη. Και σκεπτόμουν επίσης ότι κάπως έτσι πρέπει να αισθάνθηκε κι ο ίδιος όταν μας έκατσε στο σβέρκο η Χούντα κι έβαλε ταφόπλακα στα όνειρα μιας γενιάς. Και δολοφόνησε εκείνη την αδιανόητη ανθοφορία ιδεών, μελωδιών και ελπίδων. Και έκοψε τα φτερά εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που είχαν πιστέψει ότι ναι, μπορούσαμε να σηκωθούμε λίγο ακόμη, λίγο ψηλότερα. Με πρώτο τον Θεοδωράκη ανάμεσά τους, που δεν έπαψε ποτέ να οραματίζεται την κορυφή του Ολύμπου…
Η αντιστασιακή δράση τού πρόσφερε μια τελευταία ώθηση και τα πρώτα, ταραγμένα χρόνια της Μεταπολίτευσης του έδωσαν ένα τελευταίο κουράγιο, αλλά ήταν πια φανερό ότι για έναν άνθρωπο μεγαλύτερο κι από τη ζωή την ίδια, η Ελλάδα έβαζε πολύ χαμηλά τον πήχη. Κι όταν ο Αντρέας Παπανδρέου του έκλεψε το έσχατο σάλτο του εικοστού αιώνα, δεν δίστασε να νομιμοποιήσει τον μεγαλύτερο εχθρό του καταλαμβάνοντας θέση στα υπουργικά έδρανα της Δεξιάς. Το έσχατο καπρίτσιο το δικό του…
Η καινούρια Ελλάδα όμως, ήταν ένας τόπος τόσος δα για τον γίγαντα Θεοδωράκη. Πώς να τον χωρούσε, όπως μέτραγε πλέον τα πάντα σε φραγκοδίφραγκα; Πως να τον άντεχε, όπως ανακάλυπτε ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή; Πώς να τον ωθούσε να σηκωθεί λίγο ψηλότερα, μέσα στη χλαπαταγή του διακοποδάνειου και του μακέτου; Ήταν αητός χωρίς φτερά, όπως θα έλεγε και ο κάποτε ανταγωνιστής του Μάνος Χατζιδάκις…
Κι έτσι έκανε όλα τα λάθη του κόσμου, έτσι είπε όλες τις μπούρδες του κόσμου, έτσι μας πλήγωσε, μας μάτωσε, μας στενοχώρησε. Μας θύμωσε. Αλλά είναι κρίμα, είναι άδικο να τον θυμόμαστε από το φάντασμα που εμφανίσθηκε στο Σύνταγμα, εκείνον τον θεό του Ολύμπου. Ας το ξορκίσουμε λοιπόν κι ας απευθύνουμε έναν ύστατο χαιρετισμό στο ανυπέρβλητο τέκνο της ελληνικής γης. Γιατί είμαστε όλοι στον υπόνομο, αλλά κάποιοι επιμένουν να κοιτούν τ’ αστέρια…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost