του Μιχάλη Βαλιανάτου
Κι εκεί που έπινα τον καφέ μου πρωινιάτικα διαβάζοντας τις ειδήσεις στον υπολογιστή, κόντεψε να μου πέσει το φλιτζάνι διαβάζοντας το κείμενο του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των ..Παραθρησκειών της Ιεράς Μητρόπολης Πειραιώς για τον Μίκη Θεοδωράκη. Αντιγράφω: «Κατά τη γνώμη μας αρνητικό στοιχείο στις μουσικές του συνθέσεις ήταν το γεγονός ότι τα έργα που μελοποίησε ήταν, κατά κανόνα, έργα μαρξιστών ποιητών και νεοεποχιτών. Αναφέρουμε εδώ τα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, τα οποία εκφράζουν τις αρχές της «Νέας Εποχής» και δυστυχώς του Νεοπαγανισμού»!!!
Κοίταξα το ημερολογιο για να βεβαιωθώ ότι βρίσκομαι στο 2021 και ότι δεν μεταφέρθηκα στο 1542 όταν ο Πάπας Παύλος Γ' ίδρυε την Σύνοδο της Ιερής Έδρας , δηλαδή την Ιερά Εξέταση Στο πυρ το εξώτερον λοιπόν ο Μίκης που τόλμησε να μελοποιήσει έργα «μαρξιστών» ποιητών». Δεν θα γράψω άλλα για τον Μίκη. Έχει αποφανθεί η ιστορία γι΄αυτόν και για την προσφορά του στον νεοελληνικό πολιτισμό, όποτε κάθε δημοσιογραφική υποστήριξη πλέον περισσεύει. Όμως για τον μέγιστο Οδυσσέα Ελύτη του «Άξιον Εστί» ,δεν αντέχω.. Ώστε είναι ένας «νεοπαγανιστής» και κήρυκας της «Νέας Εποχής»(;), αγαπητοί Άγιοι Πατέρες και θεματοφύλακες των άξιων των αρχων του Ελληνορθόδοξου Πολιτισμού; Με όλο τον σεβασμό στο σχήμα σας ,- καιτοι αθεος…- σας συλλαμβάνω τουλάχιστον αδιαβαστους. Δεν σκαμπαζετε γρυ όχι μόνο από την ποίηση αλλα και από την αγαπη του Ελυτη για την Ελλάδα.
Γι΄ αυτό επιτρέψτε μου να σας θυμισω τι ελεγε ο ιδιος για το «Άξιον Εστί» και την συγγραφη του: «Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα. Θυμάμαι τη μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών.
Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε τον δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση. Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις…Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας».
Τα σέβη μου Άγιοι Ιεράρχες. Μαζί με την αγανάκτησή μου…
- από το newpost