του Χρήστου Ξανθάκη
Η καμπάνια ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο.
Με εκείνο το σποτάκι του Γιώργου Κωνσταντίνου και της Μάρως Κοντού που
πήγαιναν να εμβολιαστούν. Νοσταλγία, σορόπι, παλιό ελληνικό σινεμά, τι
άλλο θες δηλαδή για να ψηθείς..
Με τον καλύτερο τρόπο, ναι, το είχα γράψει κιόλας εδώ στο Newpost και παραλίγο να χειροκροτήσω κιόλας.
Αλλά δεν χειροκρότησα. Δεν χειροκρότησα, διότι πάντοτε μ’ αυτές τις ιστορίες κρατάω μια πατινή που λέμε και στο χωριό μου. Και περιμένω να δω και τη συνέχεια πριν εκδηλωθώ.
Και η συνέχεια ήταν κάτι παραπάνω από απογοητευτική. Με αποκλειστικά και μόνο πληροφοριακό χαρακτήρα, που, πως, πότε και καμία προσπάθεια να πειστούν οι άπιστοι ότι το εμβόλιο πραγματικά θα τους σώσει τη ζωή. Λες και επρόκειτο για την έκδοση πιστοποιητικού στα ΚΕΠ, για πληρωμή λογαριασμών μέσω e-banking, για βόλτα στο μανάβικο να ψωνίσουμε ζαρζαβάτια. Κατά κάποιο τρόπο, κατά κάποιο περίεργο τρόπο ο θάνατος απουσίαζε…
Κατά κανέναν περίεργο τρόπο ηλίθιε! Ο θάνατος έπρεπε να απουσιάζει, διότι έτσι κι έμπαινε στην εξίσωση θα έβρισκε το μπελά του ένας σωρό κόσμος. Τριψήφιο έφτασε να είναι το νούμερο των απωλειών κάποια στιγμή και τα δελτία ειδήσεων παίζανε μίκυ μάους και ντάφυ ντακ, γέμισαν τάφους η Βόρεια Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη κι έπρεπε να περιμένουμε απ΄ τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία να δείξουν εικόνες γιατί στα δικά μας τα κανάλια ήταν χαλασμένες οι κάμερες και ανταλλακτικά δεν βρίσκονταν πουθενά. Το παραμυθάκι της νίκης επί του κορωνοϊού έπρεπε να συντηρηθεί εις βάρος της ενημέρωσης, για να μην τρίξουν δόντια και να μην πέσουν κεφάλια. Και τα ασθενοφόρα που συνωστίζονταν στις εισόδους των νοσοκομείων, μια φορά τα είδαμε και ύστερα εξαφανίστηκαν σαν τους δόλιους τους δεινόσαυρους και τα κακόμοιρα τα μαμούθ…
Σας το είχα γράψει πριν από ένα χρόνο ακριβώς, τότε που είχαμε
ξαναστείλει στον εξαποδώ τον κορωνοϊό και δώσε πανηγύρια. Πάμε να
θυμηθούμε:
«Πλατσανούσα στη θάλασσα, στον Πλαταμώνα, και ήταν δίπλα
μου κάτι γριές και το βιονικό αυτί του ρεπόρτερ Ξανθάκη, κατέγραψε την
κουβέντα τους.
Ότι δηλαδή λέγανε η μία στην άλλη “αχ τι καλά και
γλυτώσαμε απ’ τον κορωνοϊό και τον νικήσαμε μια χαρίτσα”, τέτοια τέλος
πάντων εύοσμα και εδώδιμα, με τη μία από τις θείτσες να το μοστράρει το
σπουδαίο το επιχείρημα:
“Ε βέβαια, εδώ δεν είδαμε ούτε ένα φέρετρο. Στην Ιταλία είδατε τι έγινε; Γεμάτος φέρετρα ο τόπος!”»
Ναι, δεν είδαμε ούτε ένα φέρετρο. Και κάπως έτσι, με αυτό το κολπάκι, με αυτό το τρικάκι, με αυτό το μαγικό εξαφανιζόλ, ένας σωρό κόσμος μάσησε το παραμύθι ότι σιγά μωρέ τώρα δεν τρέχει και τίποτα, πιο επικίνδυνο είναι το εμβόλιο από τον κορωνοϊό. Και βγήκε στο Σύνταγμα και στη Σαλονίκη (ειδικά στη Σαλονίκη!), να διαδηλώσει και να βγάλει τα σώψυχά του και να τα χώσει προς πάσα κατεύθυνση.
Και η εξουσία; Η εξουσία έχει πάθει τέτοιο λαλά αυτές τις μέρες, που βγάνει τη Δόμνα να προαναγγέλλει απολύσεις (αχ, φεγγαρόλουστη!) και τον Σύψα κάθε πέντε λεπτά στον ΣΚΑΪ να προφητεύει σεισμούς, λοιμούς και καταποντισμούς. Τώρα όμως παιδάκια μου είναι αργά, είναι πολύ αργά. Μετά την απομάκρυνσιν εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται, έλεγε το ταμπελάκι στα καταστήματα νεωτερισμών. Και που να δεις τι γίνεται με τον κορωνοϊο, φίλε, όταν το ταμείον δεν είναι απλώς μείον, είναι πιο άδειο κι απ’ τα κεφάλια ουκ ολίγων αρμοδίων και υπευθύνων…