Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Ειλικρινά δεν είχα καμία όρεξη να γράψω για το δημοψήφισμα.
Πέρασε, τέλειωσε, έφυγε, μετρηθήκαμε, ζυγιστήκαμε, πήραμε και μας πήραν μέτρα..Έχουμε, άλλωστε, φρέσκα κουλούρια ν’ ασχοληθούμε αυτές τις μέρες, έχουμε τον θεσμοθετημένο ρατσισμό του διαχωρισμού σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους και την πλήρη υποστήριξη των νέων μέτρων από κάτι τύπους που δηλώνουν πολύ φιλελεύθεροι και πολύ αριστεροί. Πάρα πολύ, τίγκα σε λέω, η πλάστιγγα έγειρε!
Αλλά δεν μ’ αφήνουν ν’ αγιάσω.
Δεν μ’ αφήνουν ν’ αγιάσω αυτά τα καϊνάρια που ψηφίσανε το «Ναι» πριν από έξι χρόνια και δαγκώσανε την πιπεριά με το θριαμβευτικό 62 % του «Όχι» κι από τότε καίγονται, φλέγονται και τσουρουφλίζονται. Μπουκιά δεν πάει κάτω, ο στόμας τους έχει πάρει φωθιά, αμάν Παναγιά μου βοήθα, μεγάλο το βάσανο.
Ζόρια, τι να σου πω…
Όπως λοιπόν οι καρχαρίες δεν κοιμούνται ποτέ, έτσι δεν κλείνουν μάτι και αυτά τα δόλια τα πλάσματα που ρίξανε «Ναι» στην κάλπη. Και σκάνε μύτη ακάλεστα σαν τ’ αγριόχορτα, να μας κουνήσουν το δάχτυλο και να μας υπενθυμίσουν πόσο ζώα και βλάκες και κρετιναριό ήμασταν που υποστηρίξαμε την αντίθετη άποψη.
Βλέπε και τον σούπερ (και ντούπερ!) καθηγηταρά που βγήκε και έγραψε ότι «το δημοψήφισμα του 2015 ήταν μια μαύρη στιγμή της ιστορίας μας». Για να συμπληρώσει ότι αποτέλεσε «την κατάληξη μιας πορείας στην οποία κυριάρχησαν αντιλήψεις εκτός κάθε πραγματικότητας όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της οικονομίας, των διεθνών σχέσεων της χώρας και της θέσης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Έξι στους δέκα, σαν να λέμε, και έξι στις δέκα που το ψηφίσατε αυτό το καταραμένο πράγμα δεν είστε απλώς απαράδεκτοι είστε και πασίτρελοι και πάλι καλά να λέμε που δεν έστειλε ο Σόιμπλε τίποτα παιδάκια με ροπαλάκια να σας περάσουν τα πουκάμισα με τα μακριά μανίκια. Χαμένο το ‘χετε, στάλα μυαλό δεν κατοικοεδρεύει στην κεφάλα σας, πώς καταφέρνετε να περπατάτε και να μασάτε τσίχλα ταυτοχρόνως δεν το έχω καταλάβει. Και που σας αφήνουμε να αναπνέετε πλάι μας (εντάξει, όχι και τόσο πλάι μας…), χάρη σας κάνουμε!
Αυτά από τον κύριο καθηγητή, που το επόμενο έργο του θα είναι να μας πείσει ότι στη Ριζούπολη είχαμε αποθέωση του φερ πλέη και δεν φταίει ούτε ο διαιτητής ούτε η αστυνομία που τα είδανε όλα οι παίκτες του Παναθηναϊκού. Ας ήταν παντελονάτοι και αρσενικοί, να μην τρώγανε την τριάρα. Οι αντιλήψεις τους για τη μπάλα ήταν «εκτός πραγματικότητας», που θα έλεγε και ο έγκριτος αρθρογράφος.
Εγώ πάλι, θα πάω πίσω στο 2011 και θα θυμηθώ κάτι που είχα ποστάρει τότε με άσχετη αφορμή:
«Το ελληνικό "δε γαμιέται" έχει πάντοτε δυο όψεις. Όταν ο Δήμος Γλυφάδας έμαθε ότι το νεκροταφείο του φίσκαρε, σκέφτηκε "Δε γαμιέται, θα καταπατήσουμε αναδασωτέα περιοχή". Όταν ο διευθυντής του νοσοκομείου Λαμίας έμαθε μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα ότι ένα παλικαράκι 25 χρονών χρειαζόταν επειγόντως αίμα και δεν βρισκόταν όχημα να πάει Λάρισα να το παραλάβει, σκέφτηκε "Δε γαμιέται, θα πάω εγώ". Διαλέγετε και παίρνετε.»
Κάπως έτσι και με το δημοψήφισμα. Το σκέφτηκε, το μέτρησε, το ζύγισε η μεγάλη πλειοψηφία (62 % πουλάκια μου, δεν θα κουραστώ να το γράφω!) και είπε «δε γαμιέται». Γιατί είχε σκάσει πια, γιατί είχε μπαφιάσει πια, γιατί είχε σαλτάρει πια από κούφιες υποσχέσεις και σάπιες διακηρύξεις και δεν άντεχε άλλο. Κι αντί να πει «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω», έριξε ροχάλα στον «τρόπο αντιμετώπισης της οικονομίας, των διεθνών σχέσεων της χώρας και της θέσης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Για το γινάτι ρε φίλε, για το ασταδγιάλα, για το «δε γαμιέται». Κι αυτό ακριβώς είναι που κάνει το δημοψήφισμα του 2015 όχι μαύρη αλλά φωτεινή και λαμπερή στιγμή της ιστορίας μας. Αμην.