του Χρήστου Ξανθάκη
Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια συνομιλούσα με τον Κωνσταντίνο Βήτα από τους Στέρεο Νόβα. Συνέντευξη ήταν για την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», τότε που μου επιτρεπόταν ακόμη να κάνω.. συνεντεύξεις για θέματα καλλιτεχνικά –ύστερα έπεσε φίμωτρο. Τέλος πάντων, λέγαμε για την μουσική, λέγαμε για την τέχνη, λέγαμε για τις ανθρώπινες σχέσεις, φτάνει κάποια στιγμή η κουβέντα και στο καινούριο για εκείνη την εποχή φαινόμενο του διαδικτύου. Και γυρνάει ο Κωνσταντίνος και μου λέει:
«Το Ιντερνετ είναι η μεγάλη ρουφιάνα»!
Δεν το ξέχασα ποτέ το απόφθεγμά του, χρήσιμο μου φαίνεται πολύ συχνά, άσε που δικαιώθηκε από τις εξελίξεις και τα συμβάντα όλα αυτά τα έτη που πέρασαν. Και το ξαναθυμήθηκα σήμερα το απογευματάκι, πάνω στην ώρα που φούντωνε το κύμα χλευασμού των 150 ευρώ, του επιδόματος των 150 ευρώ στους νέους μπας και μπουν στον κόπο και πάνε να εμβολιαστούν κατά του κορωνοϊού. Από μια κυβέρνηση που ούσα αντιπολίτευση άκουγε για επιδόματα κι έβγαζε όλες τις καντήλες του κόσμου.
Ορίστε λοιπόν τι μας αποκαλύπτει η μεγάλη ρουφιάνα:
«Η Ελλάδα δεν πρέπει να ξαναμπεί στον φαύλο κύκλο μιας πελατειακής πολιτικής που μοιράζει προσωρινή ανακούφιση την ίδια ώρα που πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε όλοι. Η Ελλάδα θέλει δουλειές και ευκαιρίες. Η κυβερνητική οικονομική πολιτική είναι παιχνίδι επιδομάτων. Η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει μπροστά με υγιή και βιώσιμο τρόπο. Να απελευθερώσει δημιουργικές δυνάμεις. Πρέπει να αλλάξει το κλίμα και η ψυχολογία στην αγορά Δεν φτάνουν τα επιδόματα».
Δεν τα είχε πει ο ρεπόρτερ Ξανθάκης αυτά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τα είχε πει το Νοέμβριο του 2018, μιλώντας στην τελετή απονομής των βραβείων Bιώσιμης, Kαινοτόμου και Yπεύθυνης Eπιχειρηματικότητας του Επιμελητηρίου Αθηνών.
Άκοπα, αβασάνιστα, αβάδιστα το βρίσκεις το ανωτέρω απόσπασμα με ένα απλό γκουγκλάκι. Κι άμα ψάξεις και λίγο παραπάνω, ανακαλύπτεις ένα σκασμό αντιστοίχου λογικής δηλώσεις από στελέχη της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας. Πιο πολύ κι απ’ τα τσιγάρα του Πολάκη τα σιχαίνονταν τα επιδόματα, μαχαίρι στην καρδιά τους ήταν τα μερίσματα και τα βοηθήματα που μοίραζε κατά καιρούς ο ΣΥΡΙΖΑ. Και με την πολιτική τους όταν ανέλαβαν κυβέρνηση, απέδειξαν ότι είναι άξιοι μαθητές της βαρώνης Θάτσερ. Αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα…
Διότι, καλά είναι όταν σου έχει αφήσει η κοροϊδάρα ο Ευκλείδης το μαξιλαράκι με τα δισεκατομμύρια και παίζεις μπαλίτσα πιο χαλαρά κι απ’ τον Σανκαρέ του Παναθηναϊκού. Τι γίνεται όμως όταν πας για δεύτερο καλοκαίρι δίχως τουριστική κίνηση, γιατί έχει πλακώσει η μετάλλαξη η Δέλτα η γαμημένη και γιατί δεν μάσησε το πόπολο στο καταραμένο το ξεστοκάρισμα του Άστρα Ζένεκα; Και γιατί, βεβαίως, τα μπρος πίσω της επιτροπής λοιμοξιολόγων, των κάθε είδους ειδικών, των κάθε είδους στελεχών και των κάθε είδους επιτετραμμένων θα τα ζήλευε και τύπος που προσπαθεί να παρκάρει μέρα μεσημέρι στη Σκουφά!
Άρα τι σου μένει; Σου μένει μόνο να τηλεφωνήσεις στον Ερντογάν μέσω του κόκκινου τηλέφωνου, να το σηκώσει απορημένος ο Ταγίπ («τι διάολο, δεν το έχω βγάλει ακόμη βόλτα το Ορούτς Ρέης…») και να του ζητήσεις τη συνταγή για το τέλειο μπαξίσι. Και να σκάσει χαμόγελο ο μουστάκιας και να σου μολογήσει:
«Όλο Ευρώπη μου θέλετε τζάνεμ, αλλά στο τέλος πάλι αλά Τούρκα το πάτε το γράμμα. Άφεριμ!».
Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια συνομιλούσα με τον Κωνσταντίνο Βήτα από τους Στέρεο Νόβα. Συνέντευξη ήταν για την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», τότε που μου επιτρεπόταν ακόμη να κάνω.. συνεντεύξεις για θέματα καλλιτεχνικά –ύστερα έπεσε φίμωτρο. Τέλος πάντων, λέγαμε για την μουσική, λέγαμε για την τέχνη, λέγαμε για τις ανθρώπινες σχέσεις, φτάνει κάποια στιγμή η κουβέντα και στο καινούριο για εκείνη την εποχή φαινόμενο του διαδικτύου. Και γυρνάει ο Κωνσταντίνος και μου λέει:
«Το Ιντερνετ είναι η μεγάλη ρουφιάνα»!
Δεν το ξέχασα ποτέ το απόφθεγμά του, χρήσιμο μου φαίνεται πολύ συχνά, άσε που δικαιώθηκε από τις εξελίξεις και τα συμβάντα όλα αυτά τα έτη που πέρασαν. Και το ξαναθυμήθηκα σήμερα το απογευματάκι, πάνω στην ώρα που φούντωνε το κύμα χλευασμού των 150 ευρώ, του επιδόματος των 150 ευρώ στους νέους μπας και μπουν στον κόπο και πάνε να εμβολιαστούν κατά του κορωνοϊού. Από μια κυβέρνηση που ούσα αντιπολίτευση άκουγε για επιδόματα κι έβγαζε όλες τις καντήλες του κόσμου.
Ορίστε λοιπόν τι μας αποκαλύπτει η μεγάλη ρουφιάνα:
«Η Ελλάδα δεν πρέπει να ξαναμπεί στον φαύλο κύκλο μιας πελατειακής πολιτικής που μοιράζει προσωρινή ανακούφιση την ίδια ώρα που πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε όλοι. Η Ελλάδα θέλει δουλειές και ευκαιρίες. Η κυβερνητική οικονομική πολιτική είναι παιχνίδι επιδομάτων. Η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει μπροστά με υγιή και βιώσιμο τρόπο. Να απελευθερώσει δημιουργικές δυνάμεις. Πρέπει να αλλάξει το κλίμα και η ψυχολογία στην αγορά Δεν φτάνουν τα επιδόματα».
Δεν τα είχε πει ο ρεπόρτερ Ξανθάκης αυτά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τα είχε πει το Νοέμβριο του 2018, μιλώντας στην τελετή απονομής των βραβείων Bιώσιμης, Kαινοτόμου και Yπεύθυνης Eπιχειρηματικότητας του Επιμελητηρίου Αθηνών.
Άκοπα, αβασάνιστα, αβάδιστα το βρίσκεις το ανωτέρω απόσπασμα με ένα απλό γκουγκλάκι. Κι άμα ψάξεις και λίγο παραπάνω, ανακαλύπτεις ένα σκασμό αντιστοίχου λογικής δηλώσεις από στελέχη της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας. Πιο πολύ κι απ’ τα τσιγάρα του Πολάκη τα σιχαίνονταν τα επιδόματα, μαχαίρι στην καρδιά τους ήταν τα μερίσματα και τα βοηθήματα που μοίραζε κατά καιρούς ο ΣΥΡΙΖΑ. Και με την πολιτική τους όταν ανέλαβαν κυβέρνηση, απέδειξαν ότι είναι άξιοι μαθητές της βαρώνης Θάτσερ. Αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα…
Διότι, καλά είναι όταν σου έχει αφήσει η κοροϊδάρα ο Ευκλείδης το μαξιλαράκι με τα δισεκατομμύρια και παίζεις μπαλίτσα πιο χαλαρά κι απ’ τον Σανκαρέ του Παναθηναϊκού. Τι γίνεται όμως όταν πας για δεύτερο καλοκαίρι δίχως τουριστική κίνηση, γιατί έχει πλακώσει η μετάλλαξη η Δέλτα η γαμημένη και γιατί δεν μάσησε το πόπολο στο καταραμένο το ξεστοκάρισμα του Άστρα Ζένεκα; Και γιατί, βεβαίως, τα μπρος πίσω της επιτροπής λοιμοξιολόγων, των κάθε είδους ειδικών, των κάθε είδους στελεχών και των κάθε είδους επιτετραμμένων θα τα ζήλευε και τύπος που προσπαθεί να παρκάρει μέρα μεσημέρι στη Σκουφά!
Άρα τι σου μένει; Σου μένει μόνο να τηλεφωνήσεις στον Ερντογάν μέσω του κόκκινου τηλέφωνου, να το σηκώσει απορημένος ο Ταγίπ («τι διάολο, δεν το έχω βγάλει ακόμη βόλτα το Ορούτς Ρέης…») και να του ζητήσεις τη συνταγή για το τέλειο μπαξίσι. Και να σκάσει χαμόγελο ο μουστάκιας και να σου μολογήσει:
«Όλο Ευρώπη μου θέλετε τζάνεμ, αλλά στο τέλος πάλι αλά Τούρκα το πάτε το γράμμα. Άφεριμ!».