Η Νέα Δημοκρατία μετά τη δήλωση-ντροπή του βουλευτή Γιάννη Λοβέρδου για τον "κακοποιητή, που μπορεί να είναι καλός πατέρας", έπρεπε να τον διαγράψει και να στείλει το μήνυμα πως άτομα με.. τέτοιες απόψεις δεν χωρούν στα ψηφοδέλτιά της. Aυτό γράφει η Ελενα Ακρίτα σε άρθρο της στο news247 υπό τον τίτλο «Μισό να δείρω τη μαμά κι έρχομαι να παίξουμε»...
Με αφορμή τη δήλωση Λοβερδου στη Βουλή ότι ένας κακοποιητής μπορεί να είναι... καλός πατέρας, η Ελενα Ακρίτα μάς θυμίζει μια ιστορία που έγινε πριν είκοσι τρία χρόνια στην Αθήνα:
"Βράδυ, 26 Φεβρουαρίου 1998 στου Ζωγράφου, ένας μαθητής γίνεται φονιάς για να σώσει τη μάνα του από τον κακοποιητή πατέρα. Οι παλιοί ίσως θυμούνται ότι ο σκηνοθέτης Πάνος Κοκκινόπουλος δραματοποίησε την υπόθεση αυτή στη σειρά του ‘10η Εντολή.
Από μικρό παιδί ο Γιαννάκης έβλεπε μέσα στο ίδιο του το σπίτι μια μάνα κουρέλι να πνίγει τις κραυγές της σε ένα μαντίλι που έχωνε στο στόμα της όταν την βασάνιζε ο άντρας της.
Από μικρό παιδί έβλεπε το άγριο ξύλο, τους απανωτούς βιασμούς, τα φριχτά μαρτύρια.
Από μικρό παιδί μύριζε τον τρόμο στην αγκαλιά της μάνας του.
Από μικρό παιδί την έβλεπε να περιμένει χωρίς ανάσα τον ήχο του κλειδιού στην πόρτα.
Από μικρό παιδί την έβλεπε να κάνει εμετό όσο πλησίαζαν τα βήματα του. Να κατουριέται επάνω της και μόνο απ’ τις βρισιές του στο τηλέφωνο.
Έτσι μεγάλωσε το αγόρι αυτό που στη δίκη οι καθηγητές του τού έπλεξαν το εγκώμιο κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον στηρίξουν.
Περιγράφει ο ίδιος.
«Ο άνδρας μου με ενοχλούσε φορτικά και συνέχεια. Όταν με χτύπησε, με έπιασε ένα αναφιλητό από παράπονο. “Kλαις, καλά να πάθεις”, είπε εκείνος. Έβγαλα μια κραυγή. Tότε μου έκλεισε το στόμα και τη μύτη με το ένα χέρι και έπεσε επάνω μου. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Ο Γιάννης τον τραβούσε να φύγει από πάνω μου, αλλά δεν έφευγε. Mπήκε στην κουζίνα και γύρισε. Tου είπε πάλι να με αφήσει, πνιγόμουν. Mε παρενοχλούσε μπροστά στα παιδιά.».
Μια ολόκληρη κοινωνία καλών κι ευλογημένων ανθρώπων (γιατί υπάρχουν κι αυτοί) συνασπίστηκε για να μην καταστραφεί το μέλλον του παιδιού. Φίλοι, συμμαθητές, γείτονες, καθηγητές, αλλά και – προς τιμήν τους – δικαστές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να συνεχίσει το 18χρονο παλικάρι τη ζωή του και τις σπουδές του. Μια ευσπλαχνική ποινή με αναστολή επέστρεψε τον αθώο του αίματος νεαρό ΄πατροκτόνο’ στην αγκαλιά των αγαπημένων του ανθρώπων.
Κανένας κύριε Λοβέρδε, δεν τον ρώτησε αν ο κακοποιητής ήταν καλός πατέρας.
Ντράπηκαν."
"Βράδυ, 26 Φεβρουαρίου 1998 στου Ζωγράφου, ένας μαθητής γίνεται φονιάς για να σώσει τη μάνα του από τον κακοποιητή πατέρα. Οι παλιοί ίσως θυμούνται ότι ο σκηνοθέτης Πάνος Κοκκινόπουλος δραματοποίησε την υπόθεση αυτή στη σειρά του ‘10η Εντολή.
Από μικρό παιδί ο Γιαννάκης έβλεπε μέσα στο ίδιο του το σπίτι μια μάνα κουρέλι να πνίγει τις κραυγές της σε ένα μαντίλι που έχωνε στο στόμα της όταν την βασάνιζε ο άντρας της.
Από μικρό παιδί έβλεπε το άγριο ξύλο, τους απανωτούς βιασμούς, τα φριχτά μαρτύρια.
Από μικρό παιδί μύριζε τον τρόμο στην αγκαλιά της μάνας του.
Από μικρό παιδί την έβλεπε να περιμένει χωρίς ανάσα τον ήχο του κλειδιού στην πόρτα.
Από μικρό παιδί την έβλεπε να κάνει εμετό όσο πλησίαζαν τα βήματα του. Να κατουριέται επάνω της και μόνο απ’ τις βρισιές του στο τηλέφωνο.
Έτσι μεγάλωσε το αγόρι αυτό που στη δίκη οι καθηγητές του τού έπλεξαν το εγκώμιο κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον στηρίξουν.
Περιγράφει ο ίδιος.
«Άκουσα τη μητέρα μου να τσιρίζει και να κλαίει με λυγμούς. Λίγο πριν, ο πατέρας μου είχε επιχειρήσει να τη χτυπήσει με γροθιά, προκειμένου να δεχτεί τις ερωτικές του διαχύσεις. H μητέρα μου προσπάθησε να αποφύγει τη γροθιά κι αυτή κατέληξε στο κεφάλι του αδερφού μου… Eίδα τον πατέρα μου να βγάζει το παντελόνι του, να ξαπλώνει πάνω της. Tης έκλεισε τη μύτη και το στόμα με το χέρι. Πίστεψα ότι ήθελε να την πνίξει και γι’ αυτό φώναξα να σταματήσει, εγώ δεν είχα τη δύναμη, ήταν πολύ πιο δυνατός από εμένα. Θέλησα να βρω κάτι για να τον κάνω να φοβηθεί. Όπως ήμουν θολωμένος, πήγα στην κουζίνα κι είδα το συρτάρι ανοιχτό. Πήρα ό,τι βρήκα μπροστά μου και πήγα στο δωμάτιο. Ο πατέρας μου ήταν ακόμη πάνω της και την έσφιγγε. Tου φώναξα να την αφήσει και προσπάθησα να τον τραβήξω, αλλά δεν σηκωνόταν. Mε το σφυρί που κρατούσα προσπάθησα να τον χτυπήσω στην πλάτη, για να πονέσει και να αφήσει τη μάνα. Tώρα πώς έγινε, κουνήθηκε το κεφάλι του, δεν ξέρω, ούτε πόσες φορές τον χτύπησα θυμάμαι. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω».Η μάνα στη δίκη του παιδιού της κατέθεσε:
«Ο άνδρας μου με ενοχλούσε φορτικά και συνέχεια. Όταν με χτύπησε, με έπιασε ένα αναφιλητό από παράπονο. “Kλαις, καλά να πάθεις”, είπε εκείνος. Έβγαλα μια κραυγή. Tότε μου έκλεισε το στόμα και τη μύτη με το ένα χέρι και έπεσε επάνω μου. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Ο Γιάννης τον τραβούσε να φύγει από πάνω μου, αλλά δεν έφευγε. Mπήκε στην κουζίνα και γύρισε. Tου είπε πάλι να με αφήσει, πνιγόμουν. Mε παρενοχλούσε μπροστά στα παιδιά.».
Μια ολόκληρη κοινωνία καλών κι ευλογημένων ανθρώπων (γιατί υπάρχουν κι αυτοί) συνασπίστηκε για να μην καταστραφεί το μέλλον του παιδιού. Φίλοι, συμμαθητές, γείτονες, καθηγητές, αλλά και – προς τιμήν τους – δικαστές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να συνεχίσει το 18χρονο παλικάρι τη ζωή του και τις σπουδές του. Μια ευσπλαχνική ποινή με αναστολή επέστρεψε τον αθώο του αίματος νεαρό ΄πατροκτόνο’ στην αγκαλιά των αγαπημένων του ανθρώπων.
Κανένας κύριε Λοβέρδε, δεν τον ρώτησε αν ο κακοποιητής ήταν καλός πατέρας.
Ντράπηκαν."