Όταν πήρα τον πρώτο μου μισθό απ’ το «Βήμα» το 1995 σκεφτόμουν: «Αυτοί είναι τρελοί, με πληρώνουν για να γράφω!». Έβαζα στο μυαλό μου κάτι απίθανο και πήγαινα και το 'κανα. Ήταν.. σαν να ζεις πολλές ζωές σε μία: σαν να μπαίνεις σε ένα ορυχείο χρυσού στα έγκατα της γης, να γνωρίζεις τον Ρίτσαρντ Μπράνσον, να τρέχεις σε αυτοσχέδιους αγώνες ταχύτητας στα Λιμανάκια, να σου δείχνει ο Καρλ Λιούις πώς τινάζει το πόδι του στον βατήρα της εκκίνησης, να νιώθεις τη γη να τρέμει, ενώ εκτοξεύεται μπροστά σου ένας δορυφόρος στο Διάστημα, να παίρνεις τηλέφωνο τον Γούντι Άλεν και να σε βρίζει, να κοιμάσαι σε ένα ιγκλού στον Όλυμπο ανάμεσα σε επτά καταδρομείς. Μια σουρεαλιστική bucket list, χωρίς καν να χρειαστεί να πεθάνεις στο τέλος.
Και το καλύτερο: για να τα κάνεις όλ’ αυτά δεν χρειαζόταν να λες «όχι», αρκεί να είχες μια υπερβατική ιδέα να προτείνεις. Δεν υπάρχει αρχισυντάκτης στο σύμπαν που να του πεις πως θα βρεις Έλληνες που γλίτωσαν από πλοία που βυθίστηκαν και αεροπλάνα που έπεσαν και θα σου εξηγήσουν τι είναι αυτό στον χαρακτήρα τους που τους έσωσε την κρίσιμη στιγμή κι αυτός να σου απαντήσει: «Μπα, κάνε μου καλύτερα τα αποθέματα νερού της ΕΥΔΑΠ». Ή, τέλος πάντων, τότε δεν υπήρχε.
Έτσι πέρασαν είκοσι υπέροχα χρόνια. Κι ύστερα κάτι χάλασε και τελείωσε η μαγική εποχή. Στην πραγματικότητα, δεν χρειάστηκε καν να πω «όχι». Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. «Ήταν νύχτα, και τώρα είναι πρωί» που λέει ο Μαργαρίτης. Πήρα το δημοσιογραφικό μου καπελάκι και πάμε γι’ άλλες πολιτείες.
- Δείτε ΕΔΩ ποιος είναι αυτός ο δημοσιογράφος