H δημοσιογράφος Μαρίλη Μαργωμένου σχολιάζει την επικαιρότητα και εξηγεί γιατί αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δημοσιογραφία.
(...) Στη δημοσιογραφία, όπως είναι σήμερα, δεν μου αρέσει ούτε που ψάχνει ξεπέτες για να γεμίσει κουτάκια, ούτε που δεν τη νοιάζει ποιος γράφει γι’ αυτήν, αρκεί να της γεμίζει τις σελίδες και να ζει.. με ψίχουλα, ούτε που ευτέλισε το κοινό της, δωρίζοντάς του σκουπίδια στο σελοφάν του κυριακάτικου, ούτε που εκμαύλισε τους αναγνώστες της, χαϊδεύοντας τρυφερά τα μισόκουφα, πλέον, αυτιά τους.
- Μπορούν οι εφημερίδες να έχουν μέλλον; Πόσο μας έχουν επηρεάσει τα social media;
Δηλαδή εσείς βλέπετε οι εφημερίδες να έχουν παρόν; Δυο-τρεις τίτλοι αντέχουν ακόμα ή έτσι νομίζουμε, γιατί αν πάρετε μια εφημερίδα του 1995 και την ανοίξετε, θα βρείτε μέσα θησαυρούς. Τα άρθρα του Πλωρίτη, τη «Σίβυλλα» του Λαμπίδη, τον «Άνεμο» του Αναστασιάδη, τη στήλη του Σουρούνη, το «Σάββατο βράδυ - Κυριακή πρωί» του Τσαγκαρουσιάνου… Τι να λέμε τώρα; Είναι εύκολο να ρίχνουμε το ανάθεμα στα social media, αλλά η πικρή αλήθεια είναι πως οι εφημερίδες φτήνυναν. Καλά κείμενα μόνο σε μερικά portals βρίσκει πια κανείς, σε κάτι κιβωτούς γραφιάδων σαν τη LiFO, επανδρωμένες με τους τελευταίους της ράτσας μας, που αρνούνται να κατεβάσουν τα μολύβια.
Τα social media, αν τα δει κανείς δημοσιογραφικά, είναι ένα διαρκές χάσιμο, ένας χυλός που σε μπουχτίζει, και πάντως δεν σου μαθαίνει τίποτα. Αυτή η περίφημη «δημοσιογραφία των πολιτών» είναι ευτελισμός της δουλειάς μας. Ένα πληκτρολόγιο και μια κάμερα στο κινητό δεν σε κάνουν δημοσιογράφο, θαμώνα καφενείου σε κάνει. Η είδηση μια αφορμή είναι, πρέπει να βρεθεί ένας άνθρωπος να ρίξει πάνω της φως, να την κάνει καθρέφτη για να δεις τον εαυτό σου μέσα απ’ το κείμενό του. Αλλά αυτό θέλει φωτισμένους γραφιάδες, όχι ανθρώπους που ακόμα και το ελάχιστο κέφι που τους έχει απομείνει το ακρωτηριάζουν κάθε απόγευμα τα κουτάκια του κασέ.
- απόσπασμα από συνέντευξη της Μαρίλης Μαργωμένου στη LiFO και στον Γιάννη Πανταζόπουλο (oλόκληρη ΕΔΩ).